Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακοινώνητος -η -ο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
ακοινώνητος, επίθ.
  • 1) Που δεν «κοινώνησε», που δε «μετάλαβε»:
    • (Διήγ. ωραιότ. 288).
  • 2) Που δεν πρέπει να πλησιάζει κανείς, επειδή είναι τιμωρημένος από την εκκλησία:
    • (Δούκ. 32312).

[αρχ. επίθ. ακοινώνητος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακοινώνητος 1 -η -ο [akinónitos] Ε5 : ANT κοινωνικός. 1. για ιδιόρρυθμο άνθρωπο που αποφεύγει τη συναναστροφή με τους άλλους ανθρώπους, που προτιμά να ζει απομονωμένος. 2. για κπ. που δεν ξέρει τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς και που δεν μπορεί να κινηθεί με άνεση σε μια κοινωνική συγκέντρωση.

[λόγ. < αρχ. ἀκοινώνητος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακοινώνητος 2 -η -ο : που δεν κοινώνησε, που δεν πήρε τη Θεία Kοινωνία· αμετάλαβος: Nηστεύει για να μη μείνει ~ το Πάσχα. Πέθανε ~.

[μσν. ακοινώνητος < α- 1 κοινωνη- (κοινωνώ) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακοινώνητος, -η, -ο [acinónitos]
  • ① avoiding social contacts, unsocial or unsociable, uncommunicable, uncompanionable, unclubbable, rather bearish (syn που αποφεύγει κοινωνικές συναναστροφές, μη κοινωνικός, μη κοσμικός ακοσμαντάμωτος, μονόχνοτος, ant κοινωνικός, κοσμικός):
    • παράξενος κι ~ άνθρωπος |
    • ακοινώνητη γυναίκα |
    • ο εκ φύσεως ~ άνθρωπος είναι ή φαύλος ή ον ανώτερο του ανθρώπου (Kontogiannis) |
    • αφοσιωμένος ως τότε στα βιβλία μου, είχα μείνει αρκετά ~ και δεν ήξερα καλά καλά ούτε τη γειτονιά μου (Xenop) |
    • (στην επαρχία) ζούσα με την ―πώς να την πω;― με την ακοινώνητη για μένα κοινωνία της (Palam) |
    • χωρίς καμιά κοινωνική οργάνωση μεταξύ τους, άνομοι και ακοινώνητοι μεταξύ τους (Delmouzos) |
    • περνάει τώρα μια ζωή ακοινώνητη με το μοναδικό παιδί του (Terzakis) |
    • ~ βοσκός στο βουνό έχει πλουσιότατες γνώσεις για τα πρόβατά του (Loucatos)
  • ② eccl not having partaken of the sacrament, not having received communion (syn αμεταλάβητος, αμετάλαβος):
    • δεν έχουν παπά και το χειμώνα οι πιστοί μένουν ακοινώνητοι |
    • πέθανε ~ he died without having received the last rites |
    • και πήγες ~, παπάς αμαρτωλός, στον ουρανό, παπάς συχωρεμένος (Vlachogiannis)
  • ⓐ not allowed to partake of the sacrament

[fr MG ακοινώνητος ← K, PatrG ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες