Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακοινώνητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακοινώνητα [acinónita] adv
  • ① unsocially, unsociably
  • ② without having received communion:
    • γύρισε ~ από την εκκλησία.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες