Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακοινωνησία [acinonisía] η,
- unsociability (syn αποφυγή κοινωνικών συναναστροφών, ant κοινωνικότητα):
- η κοινωνία που αδυνατώ να ζήσω και η ~ που αδυνατεί να με ζήση, όλα αυτά χειροτερεύουν τη ζωή μου (Palam) |
- (η νεότητα) διαρκώς φτερουγίζει, ταλαντεύεται, χοροπηδάει σαν μάζα εκρηκτική που άλλοτε συμπυκνώνεται επικίνδυνα (στροφή προς τα έσω, απόσχιση από τον κόσμο, ακοινωνησία) και άλλοτε ξεχειλάει ακατάσχετα με την ορμή του χειμάρρου (Papanoutsos)
[fr AG, K, PatrG ἀκοινωνησία]
- unsociability (syn αποφυγή κοινωνικών συναναστροφών, ant κοινωνικότητα):