Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακοίταχτος, επίθ.
-
- Που δεν γνώρισε φροντίδα, περίθαλψη, παραμελημένος, απεριποίητος:
- τον πιρονιάζει το κρύον, πεθαίνει ακοίταχτος (Συναδ. φ. 169r).
[<στερ. α‑ + κοιτάζω. H λ. και σήμ.]
- Που δεν γνώρισε φροντίδα, περίθαλψη, παραμελημένος, απεριποίητος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακοίταχτος -η -ο [akítaxtos] Ε5 : (οικ.) 1. για κτ. που δεν το έχουν κοιτάξει, που δεν το έχουν διορθώσει: Aυτό το γραπτό / το χειρόγραφο είναι ακόμη ακοίταχτο, τα άλλα είναι κοιταγμένα. 2. για κπ. που δεν έχει πάει στο γιατρό για να τον κοιτάξει, να τον εξετάσει.
[μσν. ακοίταχτος < α- 1 κοιτακ- (κοιτάζω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακοίταχτος, -η, -ο [acítaxtos] (sp. also ακύτ
- :
- ο ποιητής, ο ουσιαστικά, ο καθεαυτό Oυγκώ απομένει σχεδόν ~ (Palam) |
- οι Συναποθανούμενοι ..., ακοίταχτο κι ανερμήνευτο ως τώρα αριστούργημα (του Γρυπάρη) (Valetas) |
- poem (η μνήμη) μέσ' τη γαλάζιαν άβυσσο της μέρας απομένει |
- από τον κόσμο ακοίταχτη κι απολησμονημένη (Sikel)
- ⓐ not considered w. care, not carefully elaborated on (ant θεωρημένος):
- ό,τι γράφει τα παραδίνει στο τυπογραφείο ακοίταχτα
- ① not taken care of, not looked after, not cared for, unattended (syn απεριποίητος, αφρόντιστος, παραμελημένος):
- άφησε τα συμφέροντά του ακοίταχτα |
- οι δουλειές έμειναν ακοίταχτες |
- άφησε τους γονείς του ακοίταχτους |
- αν (το μαγείρεμα) δεν έπιασε κιόλας στον τέντζερη, θα κοντολογά να σωθή το νερό του, τόσην ώρα ακοίταχτο (Myriv)
- ② unexamined by a physician or other medical specialist (ant κοιταγμένος):
- κάθεται ~ και υποφέρει |
- το παιδί χρόνια άρρωστο ήταν ακοίταχτο και πέθανε
[cpd w. *κοιταχτός: κοιτάζω]