Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακοίμητος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ακοίμητος, επίθ.
  • 1)
    • α) Που δεν κοιμάται:
      • (Λίβ. Esc. 1738
    • β) που δε σταματά ποτέ, που δεν ησυχάζει ποτέ:
      • (Προδρ. III 225).
  • 2) Που δε σβήνει ποτέ:
    • ακοίμητοι … κανδήλαι (Παϊσ., Iστ. Σινά 813).

[αρχ. επίθ. ακοίμητος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακοίμητος -η -ο [akímitos] Ε5 : 1.για πρόσωπο που επαγρυπνεί για να αποτρέψει κπ. κίνδυνο· άγρυπνος: Ο στρατός είναι ο ~ φρουρός των συνόρων. H μάνα είναι ο ~ φύλακας των παιδιών της. 2. (μτφ., λογοτ.) α. που δεν ησυχάζει, που βρίσκεται συνεχώς σε εγρήγορση: Tο πνεύμα του είναι ακοίμητο, άγρυπνο. β. για ψυχική κατάσταση που τη χαρακτηρίζει η συνεχής ένταση: Ο ~ πόθος / καημός. 3. που δε σβήνει ποτέ. α. (εκκλ.): Aκοίμητη καντήλα, που καίει στο Άγιο Bήμα νύχτα μέρα. β. (μτφ.): Tο ακοίμητο φως της πίστης. ακοίμητα ΕΠIΡΡ.

[αρχ. ἀκοίμητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακοίμητος, -η, -ο [acímitos]
  • ① sleepless, awake (syn άυπνος, ξυπνός):
    • έμεινε ~ όλη νύχτα |
    • ακοίμητο είναι το μωρό |
    • έβλεπε τα πελώρια ηλεχτρικά μάτια τους ν' ανοίγουν και να κλείνουν ακοίμητα μέσα στη νύχτα (Myriv) |
    • poem τέσσερα μάτια απάνου του ακοίμητα αγρυπνούνε (Palam) |
    • το βασιλόπουλο το ακοίμητο |
    • κι από τον πόθο πληγωμένο (Sikel) |
    • ένας μονάχ' ~ |
    • ως την αυγούλα μένει (Malakasis) |
    • για μιαν αγάπη μυστική σ' ανεύρετα θολάμια |
    • ακοίμητα γυρεύουνται δεν πίνουν και δεν τρων (Seferis)
  • ⓐ synecd wakeful (syn άγρυπνος 1b):
    • ακοίμητη αγρύπνια του πνεύματος |
    • ακοίμητη εγρήγορση |
    • μάτια ευκίνητα και ακοίμητα |
    • εμελέτησε με ακοίμητο μάτι τους ... κλασικούς (Panagiotop) |
    • φαντασία, γνήσια λυρική διάθεση και στοχαστικότητα ... υποταγμένες σ' ένα ευκίνητο και ακοίμητο μάτι (id.) |
    • poem ποιος θα πη το κάρφωμα |
    • το μέγα της ματιάς σου |
    • μέσ' από τ' ακοίμητα |
    • τα μάτια τα δικά σου; (Palam) |
    • ... θα σε αναγνωρίσω |
    • από τα ακοίμητα μάτια του έρωτά μου (Geralis)
  • ② watchful, vigilant, on one's guard, alert, diligent (syn in άγρυπνος 2):
    • ~ φρουρός |
    • οι "κατεστημένοι" είναι οι φύλακες του εθνικού συμφέροντος (Ploritis) |
    • o ~ εχθρός |
    • ακοίμητη ψυχή |
    • ακοίμητο πνεύμα (της ανεξαρτησίας) |
    • ακοίμητο ενδιαφέρον |
    • ακοίμητη περιέργεια |
    • ακοίμητη συναίσθηση της αδυναμίας |
    • ακοίμητη ευσυνειδησία |
    • ακοίμητη ανησυχία, μέριμνα (έγνοια) (e.g. για την τύχη του ελληνισμού) |
    • ακοίμητη φιλομάθεια |
    • ακοίμητη και αυστηρή σκέψη |
    • ~ πατριωτισμός, ακοίμητη φιλοπατρία |
    • ακοίμητο πάθος |
    • ακοίμητες ελπίδες |
    • ακοίμητη αγάπη |
    • ακοίμητη λαχτάρα |
    • ~ πόθος (καημός) |
    • τα κείμενα ... τα συγκεντρωμένα από τον ακοίμητον εκείνον ιστοριοδίφη (Dimaras) |
    • τον ακοίμητο "δαίμονα" τον είδε ο Πλάτων μέσα στο Σωκράτη (Theodorakop) |
    • δούλευαν υπό την ακοίμητη κι απαιτητική παρακολούθηση του Eλ. Bενιζέλου (Christidis) |
    • poem κορμί μου, ω νιότη ακοίμητη που μου χαμογελάς (Sikel) |
    • α, ποιον παλμόν ακοίμητο τα φρένα μου εσηκώνα |
    • στα τρίσβαθα του νου (id.) |
    • πάθη και πάθη ακοίμητα, συνταρασμένα τόσα (Malakasis) |
    • ... το γέλιο σου σκορπίζεις |
    • π' ακοίμητους τους πόθους σου τους λάγνους φανερώνει (Karyotakis)
  • ③ unquenchable, ever-burning, live (syn άσβεστος):
    • ακοίμητη φλόγα |
    • ακοίμητο καντήλι (L ~ |
    • στο μνήμα του I.B. καίει ένα καντήλι ακοίμητο (Melas) |
    • κρατάει αναμμένες τις ακοίμητες λαμπάδες ... που καίνε ... το αγνό μελισσοκέρι τους πάνω στα μανουάλια (Myriv) |
    • το λαδοφάναρο άναβε ακοίμητο (id.) |
    • μια ακοίμητη εστία από πάθος και πίστη (Theotokas) |
    • (η ψυχή) μένει και λάμπει ωσάν άφθαρτο και ακοίμητο φως (Theodorakop) |
    • poem φλόγα ακοίμητην σας βρέχω (Solom) |
    • ... τη φοβερή τη στάχτη, |
    • πόμεινε σπίθ' ακοίμητη βαθιά στα σωθικά μας (Valaor) |
    • ... Eλλάδα, |
    • ακοίμητη της ανθρωπότητας |
    • και των αιώνων λαμπάδα (Skipis)
  • ④ never-ceasing, incessant, continuing (syn ασταμάτητος, άπαυτος):
    • ακοίμητη δραστηριότητα (ενεργητικότητα) sleepless activity (energy) |
    • κύλα τον ακοίμητον τροχό, ξεγέλα τον αγέλαστο ουρανό (Vlachogiannis) |
    • poem ακοίμητή 'σαι, που ποτέ, βροντή, δεν ησυχάζεις (version for αθάνατή 'σαι, Solom) |
    • το σιγό το κυματάκι, εις τες άκρες του φλοισβίζει |
    • και το ανθοδροσοστολίζει |
    • με τ' ακοίμητα νερά (id.) |
    • με γλυκοπρόσταξε να πω και να της τραγουδήσω |
    • τους στίχους τους ακοίμητους και στου άδη τη νυχτιά (Palam) |
    • αιώνιε πύρινε τροχέ, |
    • αξόνι ακοίμητο του πάθους (Sikel) |
    • τον πόνο τον ακοίμητο γλυκά θα σου κοιμίση (Skipis)

[fr MG ακοίμητος ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες