Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακοή η [akoí] Ο29 : η μία από τις πέντε αισθήσεις με την οποία ο άνθρωπος και τα ζώα αντιλαμβάνονται τα ηχητικά ερεθίσματα: Tο αυτί είναι όργανο της ακοής. (λόγ. έκφρ.) κτ. φτάνει στην ~ μου, ακούω, πληροφορούμαι κτ.· ΣYN έκφρ. κτ. φτάνει στ΄ αυτιά μου: Έφτασαν στην ~ μου διάφορες φήμες. (γνωρίζω κπ. ή κτ.) εξ ακοής, όταν γνωρίζουμε κπ. ή κτ. από πληροφορίες και όχι από προσωπική γνωριμία ή αντίληψη· ΣYN έκφρ. τον / το έχω ακουστά: Tον γνωρίζω μόνον εξ ακοής και όχι εξ όψεως. || για να δηλώσουμε την καλή ή κακή λειτουργία της ακοής: Έχει οξεία / αδύνατη / καλή / κακή ~. Έχασε την ~ του.
[λόγ. < αρχ. ἀκοή]
[Λεξικό Κριαρά]
- ακοή η· ακουγή· ακουή.
-
- 1) «Όνομα», καλή ή κακή φήμη που έχει κανείς:
- η καλή σου ακουγή να γίνεται εξόμπλι εις πάντας (Aσσίζ. 27427· 3507).
- 2) Aκρόαση, προσοχή:
- χάρισόν μοι … τας ακοάς σου (Προδρ. III 238).
- Φρ.
- 1) Έρχεται κ. εις ακοή μου = πληροφορούμαι:
- (Φαλιέρ., Iστ. 292).
- 2) Κλείνω ακοάς = κλείνω τ’ αφτιά μου:
- (Προδρ. III 45).
- 3) Προτίθημι ή προστίθημι τας ακοάς = προσέχω:
- (Προδρ. IV 36).
- 4) Φθάνω εις ακοήν = διαδίδομαι:
- (Λίμπον. 68).
[αρχ. ουσ. ακοή. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1) «Όνομα», καλή ή κακή φήμη που έχει κανείς:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακοή [akoí] η, (region. & lit ακουή)
- ① physiol audition, hearing:
- το αφτί είναι το αισθητήριο της ακοής |
- έχω οξεία ~ |
- είναι όλος όραση, ~, όσφρηση και μνήμη (Melas) |
- μια αόριστη βαγνερική συμφωνία βροντούσε σιωπηλά στην ~ μου (Theotokas) |
- ήταν πια όλος ακουή και μόνο ακουή (Myriv) |
- δυό ή τρία πολύ μεγάλα ονόματα που φτάνουν στην ~ του πολλού κόσμου (Karantonis) |
- ένας μαέστρος που έχει ~ απόλυτη ... πρέπει να αποφεύγη μερικές νευρικές κινήσεις των χεριών σε σχήματα γεωμετρικά (MVarvoglis) |
- poem και διηγώντας του τα τέρατα |
- του χτυπάει την ~ (Solom) |
- και την πνοή μου κρατούσα, ~ μόνο ήμουν, ζητούσα |
- κ' είχα ματιά γερακιού κλ. (Palam) |
- τα τετρακόσια σήμαντρα κι αν βόγγουνε, δεν πνίγουν την ~ μου (Sikel)
- ⓐ appellation, name (syn όνομα, φήμη):
- adv phr εξ ακοής or εξακοής from hearsay (syn ακουστά, ant εξ όψεως, εξ ιδίας αντιλήψεως) e.g. το γνωρίζω (μόνον) εξ ακοής I know it by (mere) report, (only) from hearsay |
- ένα πρόσωπο επίσημο, γνωστό του εξ ακοής (Xenop)
- ② the organ of hearing, ear (syn αφτί) usu pl ακοές οι, region. & lit:
- βοΐζει (πονεί) η ~ μου |
- οι ακοές, οι κάπως απαίδευτες σε ποικιλίες ρυθμών, παραξενεύονται με τους ρυθμούς του Kάλβου (Tsatsos) |
- poem κλείσε μ' εσύ στην αγκάλη σου, αγάπη, |
- στόμα μου εσύ και ακοές μου και μάτια (Palam) |
- δοκίμασα να την πλησιάσω τη φωνή εκείνη βάζοντας την |
- ~ μου πάνω στην άμμο (Seferis) |
- ώ πώς λαμπίζετε, ώ νά 'χα |
- χιλιάδες βλέμματα, ακοές |
- να ζήσω μια στιγμή μονάχα |
- τις χίλιες σας φαιδρές ζωές (Malakasis) |
- ... στην ~ μου |
- έρχονται όπου κι αν είναι και με βρίσκουν |
- οι τάφοι και τα λίκνα σου - χαρές |
- και λύπες τρίσβαθες! (Skipis) |
- τα βήματά σου ακλούθησα, που ...|... σα φώτα μένανε γλυκά |
- για πάντα σ' άμμο και ψυχή και σ' ακοές και μάτια (Varnalis)
[fr MG ακοή ← K, AG ἀκοή]
- ① physiol audition, hearing: