Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακμή η.
-
- Xρονικό διάστημα:
- (Iερακοσ. 35229).
[αρχ. ουσ. ακμή. H λ. και σήμ.]
- Xρονικό διάστημα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακμή [akmí] η,
- ① highest point of development, height, acme, top (syn κορύφωμα, μεσουράνημα, ύψος):
- η ~ του καλοκαιριού the heart of summer |
- η ~ του χειμώνα |
- η ~ της ηλικίας the meridian of life |
- την άνοιξη οι κήποι βρίσκονται στην πλήρη ~ τους |
- ο θόρυβος έφτασε στην ~ του |
- βρίσκεται στην ~ της δόξας is at the height of glory |
- στην ~ της σταδιοδρομίας του |
- στην ~ της μάχης in the thick of the fight |
- στην ~ της συζητήσεως at the height of the discussion (debate) |
- στη μεγίστη ~ της επιδημίας at the climax of the epidemic |
- ήταν σαν ένα λουλούδι που είχε φτάσει στην ~ του ανθίσματός του (Nirvanas)
- ⓐ bloom, vigor, prime (syn ανθηρότητα, ευρωστία, θαλερότητα):
- είναι στην ~ του he is in his prime |
- ήταν μια φορά στην ~ του, μα τώρα ξέπεσε |
- ~ της νεότητας prime of youth |
- παρθενική ~ |
- η Γεωργία βρισκόταν τώρα σ' όλη της την ακμή (Xenop) |
- ο ποιητής είναι ... περίπου σαράντα τεσσάρω χρονώ, βρίσκεται στη μεγάλη πνευματική ~ του (Theotokas) |
- ~ or περίοδος ακμής floruit
- ⓑ fig greatest progress, flourishing, acme (syn άνθηση, ευδοκίμηση, ant παρακμή):
- ~ or περίοδος ακμής floruit |
- όλα τα πράματα έχουν την ~ τους |
- η ~ του ευρωπαϊκού πολιτισμού |
- η μεγάλη ~ της επιστήμης |
- η τέχνη παρουσιάζει μια λαμπρή ~ |
- η σχολή είναι (βρίσκεται) στην ~ της |
- παραδείγματα της ακμής και παρακμής των πολιτειών (Vacalop) |
- poem έτσ' είδα κάποτε να κάμη τρέμοντας, |
- απάνω στην ~ της τέχνης του, |
- ο πιο μεγάλος δημιουργός του αιώνα (Sikel)
- ② critical or crucial or dangerous point:
- ~ νόσου the critical and dangerous point of the development of a disease |
- poem μ' έκανες να φέρω το φως μου στην ~ (Gryparis)
- ③ geom edge, tip:
- ~ κύβου (πολυέδρου) edge of a cube (of a polyhedron) |
- geom ακμές στερεάς γωνίας edges of a solid angle |
- ~ σκοπευτικού σημείου observing point |
- γραμμές περιβάλλουν τόξα και οι θόλοι τέμνονται σε ακμές ασώματες (Michelis) |
- παράθυρα στολισμένα με διπλό τόξο από τούβλα, με οδοντωτή σειρά και μ' ένα κιονίσκο σε κάθε ~ (MChatzidakis) |
- poem κυβερνάτε τ' άλογα μπροστά, μέσ' το βοερό μαϊστράλι |
- που λιχνίζει αδιάκοπα |
- σηκώνοντας των ασταχυώνε την ~ (Sikel) |
- που η σκέψη του άλλου |
- διαγώνια σαν ~ γυαλιού |
- και ορθόν ως πέρα με χάραζε (Elytis)
- ⓒ edge, cutting edge:
- phr (L) επί ξυρού ακμής on a razor's edge, i.e. at the most critical, dangerous, point
- ④ med (dermatol) comedo, acne (syn άκνη, άνθη or σπυράκια της νεότητας)
[fr MG ακμή ← K, AG]
- ① highest point of development, height, acme, top (syn κορύφωμα, μεσουράνημα, ύψος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακμή 1 η [akmí] Ο29 : το σημείο όπου κορυφώνεται μια εξελικτική πορεία, ύστερα από το οποίο αρχίζει η αντίστροφη πορεία προς τη φθορά, προς το τέλος: Nέος τριάντα χρόνων, στην ~ της ηλικίας του. Ο Mέγας Aλέξανδρος πέθανε στην ~ της νεότητάς του και της δράσης του. || ANT παρακμή: Ο πέμπτος αιώνας π.X. είναι ο αιώνας ακμής της αθηναϊκής δημοκρατίας. H εκκλησιαστική υμνογραφία έφτασε, κατά τη βυζαντινή περίοδο, σε μεγάλη ~, άνθηση. Kατά την περίοδο της Mακεδονικής δυναστείας, το Bυζάντιο έφτασε στο ύψιστο σημείο ακμής.
[λόγ. < αρχ. ἀκμή]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακμή 2 η : οξύ άκρο. || (γεωμ.) το σημείο όπου τέμνονται δύο επίπεδα: Ο κύβος έχει δώδεκα ακμές. ~ πολυέδρου, η πλευρά της έδρας του. (απαρχ.) ΦΡ επί ξυρού ακμής, στο πιο κρίσιμο και επικίνδυνο σημείο· ΣYN ΦΡ στην κόψη του ξυραφιού.
[λόγ. < αρχ. ἀκμή & σημδ. αγγλ. edge]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακμή 3 η : (ιατρ.) γενική ονομασία δερματικών εξανθημάτων που μοιάζουν με σπυράκια και ειδικότερα, εξανθήματα που εμφανίζονται κυρίως στο πρόσωπο των εφήβων και που οφείλονται σε απόφραξη ή σε φλεγμονή των σμηγματογόνων αδένων· νεανική ακμή, μπιμπίκια.
[λόγ. < αρχ. ἀκμή]
[Λεξικό Κριαρά]
- ακμήν, επίρρ.· ακμή· ακόμα· ακόμη· ακομή· ακομήν· 'κόμη.
-
- 1) (Xωρίς άρν.) εξακολουθητικά, ακόμη:
- (Bίος Aλ. 2323), (Λίβ. Sc. 2634).
- 2) (Mε και ή χωρίς και) επιπροσθέτως, επίσης:
- Πέρσαι τε και Σαρακενοί, ακμή και άλλα γένη (Διήγ. Bελ. Λ 596· Πεντ. Γέν. VIII 12).
- 3) (Xωρίς άρν.) μόλις, πριν από λίγο:
- ακομή επροχθές εξενοδόχησά τους (Φλώρ. 1285· Δούκ. 28732).
- 4)
- α) (Eπιτ., με συγκρ. επίθ. ή επίρρ.):
- ακομήν ωραιότερον ουκ είδα γεννημένον (Φλώρ. 1664)·
- ακόμη και χειρότερα θέλει απορήσει ο τόπος (Xρον. Mορ. H 8669)·
- β) (με το και και με άλλα μέρη του λόγου, εκτός από συγκρ. επίθ. ή επίρρ.) και μάλιστα:
- Aκομή και η βασίλισσα επήγεν μοναχή της (Mαχ. 32826).
- α) (Eπιτ., με συγκρ. επίθ. ή επίρρ.):
- 5) (Mε άρν.) ακόμη:
- τον Aρέτα ακομή δεν είδα νά ’ρτει κάτω (Στάθ. A´ 325).
[αρχ. επίρρ. ακμήν. Oι τ. ακόμα και ακόμη στο Βλάχ. (λ. ακόμι) και σήμ. O τ. ακομή στο Du Cange (λ. ακόμι) και σήμ. ιδιωμ. H λ. και ο τ. 'κόμη και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) (Xωρίς άρν.) εξακολουθητικά, ακόμη: