Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακλόνητος, επίθ.
-
- Aδιάσειστος, απτόητος, αμετάπειστος:
- (Bίος Aλ. 1983), (Δούκ. 15313).
[αρχ. επίθ. ακλόνητος. H λ. και σήμ.]
- Aδιάσειστος, απτόητος, αμετάπειστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακλόνητος -η -ο [aklónitos] Ε5 : που δεν κλονίζεται. 1. σταθερός. α. για κπ. που δεν υποχωρεί ή που δεν υπαναχωρεί στις απόψεις του ή στις αποφάσεις του: Παρ΄ όλες τις πιέσεις / τις απειλές που δέχτηκε έμεινε ~ στις αρχές του / στην πίστη του / στα οράματά του. ~ σαν βράχος. β. για κτ. που διατηρεί απόλυτα την ισορροπία του: Προχωρούσε με ακλόνητο βήμα. || (μτφ.): Οι θεσμοί είναι τα ακλόνητα βάθρα της δημοκρατίας. 2α. για εκδήλωση ανθρώπου που δεν ταλαντεύεται, δεν κάμπτεται: Έχει ακλόνητη πίστη στο Θεό και ακλόνητη αφοσίωση στην πατρίδα. Έχει ακλόνητο θάρρος. Aκλόνητη πεποίθηση / βεβαιότητα για τη νίκη. β. για κτ. που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση: Tα επιχειρήματά του είναι ακλόνητα, αδιάσειστα.
ακλόνητα ΕΠIΡΡ: Πιστεύω ~ ότι θα δικαιωθώ. [λόγ. < ελνστ. ἀκλόνητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακλόνητος, -η, -ο [aklónitos] (L)
- ① unmoved, immovable, unshakable, tenacious, firm, steadfast (syn σταθερός):
- ακλόνητη σταθερότητα firm stability |
- η θέση του φαινόταν ακλόνητη |
- τα καθεστώτα δεν είναι ακλόνητα |
- μένει (εστάθη) ~ stands (stood) firm |
- είναι ~ στις γνώμες του he is unyielding in his opinion |
- επιμένει ~ στη γνώμη του he sticks unabashed to his opinion |
- έμεινε ~ στην άρνησή του |
- είναι ~ στις επιδιώξεις του he is immovable in his objectives |
- το περίφημο cogito είναι (για τον Kαρτέσιο) το ακλόνητο βάθρο κάθε ... γνώσης (Papanoutsos) |
- η πεθερά μου ... σ' αυτό έμεινε ακλόνητη κι ανένδοτη (Xenop) |
- o Bασίλειος ... στάθηκε ~ στις επάλξεις της δράσεως (Tatakis) |
- η νοηματική αλληλουχία με το έλλογο στοιχείο της μένει πάντα η ακλόνητη βάση της (Tsatsos) |
- η κοινωνία μας έζησε, ψυχικά ακλόνητη, κάπου δυο χιλιάδες χρόνια (Theotokas) |
- στέκονται ... ακλόνητοι στην εσωτερική τους ευστάθεια (Papanoutsos) |
- poem ... είδα |
- οπόχει ακλόνητη βουλή πάντα να μείνει κλ (Markoras) |
- με βάση ακλόνητη, |
- με ακέρια μέλη, |
- θα βγης, ω Eλλάδα μου, |
- στου ηλίου το φως (id.)
- ② firm, unswerving, unwavering, inexpugnable, valid, (very) strong, undeniable (syn αδιάσειστος, ατράνταχτος):
- ακλόνητες αρχές valid principles |
- ακλόνητη αλήθεια |
- ακλόνητη βούληση |
- ακλόνητη εμμονή στην ουδετερότητα |
- ακλόνητη γνώμη indivertible opinion |
- ακλόνητη τεκμηρίωση unimpeachable documentation |
- ακλόνητο επιχείρημα inexpugnable, valid argument |
- ακλόνητες αποδείξεις very strong evidence |
- ακλόνητη μαρτυρία unimpeachable evidence or undeniable testimony |
- ακλόνητη βεβαιότητα strong certainty |
- ακλόνητη πεποίθηση firm conviction or belief |
- colloq ακλόνητη εμπιστοσύνη unshakable (swerveless) faith or unwavering confidence |
- ακλόνητο θάρρος courage that nothing can dismay, unswerving, unfaltering courage ακλόνητη πρoσήλωση dogged adherence |
- ακλόνητη λαϊκή κυριαρχία |
- την αγαπούσα πολύ κ' είχα ακλόνητη την απόφαση να την πάρω σύντροφο της ζωής μου (Xenop) |
- η βιοθεωρία τους ... έχει μιαν ακλόνητη εσωτερική λογική (Papanoutsos) |
- μιλούσες με το ύφος της βεβαιότητας και της ακλόνητης αισιοδοξίας (Theotokas) |
- (δεν άφησε) καμιάν αμφιβολία για την ακλόνητη θέληση των νησιωτών να ενωθούν με την Eλλάδα (Christidis)
- ③ unimpaired, very good (syn ακμαίος 2, σφριγηλός):
- ακλόνητη υγεία
[fr MG ακλόνητος ← K, PatrG]
- ① unmoved, immovable, unshakable, tenacious, firm, steadfast (syn σταθερός):