Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακλόνητα [aklónita] adv
- steadfastly, solidly, tenaciously, unshakably, unswervingly (syn σταθερά, στερεά, απόλυτα):
- επίστευε ~ στη νίκη |
- πιστεύει ~ στην πολιτική που ακολουθεί |
- αυτά που έλεγε τα πίστευε ~ |
- ήταν ~ αποφασισμένος να δεχτή τις προτάσεις |
- πρέπει να στερεωθή ~ το καθεστώς της ελευθερίας |
- να θεμελιώσωμε στερεά και ~ την επιστημονική μεθοδολογία (Papanoutsos) |
- οι κριτικοί μένουν ~ προσκολλημένοι στις προτιμήσεις της περασμένης γενιάς (Charis) |
- παρέμεινε ~ νιτσεϊστής και καρλαϊλικός (Thrylos) |
- ο νους που ατενίζει ~ τον τελικό σκοπό (Tsatsos) |
- χάθηκαν ... τόσες ~ ασφαλείς εθνικές υποθέσεις (Christidis)
[der of ακλόνητος; cf MG ακλονήτως]
- steadfastly, solidly, tenaciously, unshakably, unswervingly (syn σταθερά, στερεά, απόλυτα):