Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακληρονόμητος, επίθ.· ακλερονόμητος.
-
- 1) Που δεν έχει (κληρονομικά) δικαιώματα πάνω σε κ.:
- (Xρον. Mορ. P 3414).
- 2) (Προκ. για αντικείμενο, κτήμα) που δεν έχει κληρονομηθεί:
- (Bαρούχ. 17610).
[μτγν. επίθ. ακληρονόμητος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που δεν έχει (κληρονομικά) δικαιώματα πάνω σε κ.:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακληρονόμητος -η -ο [aklironómitos] Ε5 : 1α.(για περιουσία) που δεν την κληρονόμησε κάποιος. β. (νομ.) που δεν μπορεί να την κληρονομήσει κάποιος: H σύμβαση εργασίας είναι ακληρονόμητη. 2. (για πρόσωπο) που δεν κληρονομήθηκε.
[ελνστ. & λόγ. < ελνστ. ἀκληρονόμητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακληρονόμητος, -η, -ο [aklirοnómitos]
- ① pass not inherited (ant κληρονομημένος):
- ακληρονόμητη περιουσία
- ② act having (acquired) no heirs, heirless (syn in άκληρος 1):
- πέθανε ~ he died without heirs
[fr MG ακληρονόμητος ← K]
- ① pass not inherited (ant κληρονομημένος):