Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακλήτευτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακλήτευτος -η -ο [aklíteftos] Ε5 : (νομ.) για μάρτυρα που δεν τον έχουν κλητεύσει.

[λόγ. α- 1 κλητεύ(ω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακλήτευτος, -η, -ο [aklíteftos] law
  • unsummoned (ant κλητευμένος):
    • ~ μάρτυς

[cpd w. *κλητευτός: κλητεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες