Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακλάδευτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακλάδευτος -η -ο [akláδeftos] Ε5 : για κτ. που δεν το κλάδεψαν, που δεν είναι κλαδεμένο: Tα δέντρα έμειναν φέτος ακλάδευτα.

[α- 1 κλαδεύ(ω) -τος (διαφ. το ελνστ. ἀκλάδευτος `χωρίς κλαδιά΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακλάδευτος, -η, -ο [aklá∂eftos]
  • unpruned, untrimmed (syn άκλαδος):
    • ακλάδευτο δέντρο |
    • ακλάδευτο αμπέλι |
    • ακλάδευτη ελιά, λεμονιά, συκιά |
    • είχε κ' ένα μεγάλον κήπο με ψηλά δέντρα που είχαν ρουμανιάσει, χρόνια ακλάδευτα, (Myriv) |
    • poem εκείνη τη μικρή κορομηλιά. Aκλάδευτη έμεινε κι απότιστη (Patrikios)
  • ⓐ noun ακλάδευτα τα, unpruned trees:
    • poem ... μα οι έγνοιες σου τσιγγάνες |
    • σε παν ...| στο δάσος με τ' ακλάδευτα και τ' άγρια πλάι πλάι (Palam)

[fr K, PatrG ἀκλάδευτος 'without branches', cpd w. κλαδευτός: κλαδεύω; cf (tm)μι-κλάδευτος (gloss)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες