Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακκισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακκισμός ο [akizmós] Ο17 : επιτηδευμένες κινήσεις και γενικά συμπεριφορά με την οποία κυρίως μια γυναίκα προσπαθεί να προκαλέσει το ερωτικό ενδιαφέρον. || (επέκτ.) εκδήλωση φιλαρέσκειας.

[λόγ. < αρχ. ἀκκισμός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακκισμός [acizmós] ο, (L)
  • affectation, coquetry (syn επιτήδευση, καμώματα, νάζια, προσποίηση):
    • ακκισμοί στις κινήσεις |
    • (οι γυναίκες αυτές) υποδέχονται ακόμα και τον Eυρωπαίο επισκέπτη τους με ακκισμούς προκλητικούς και με μειδιάματα (Ouranis) |
    • ο ~ δεν είναι γνώρισμα των πραγματικών πνευματικών ανθρώπων (Tsatsos) |
    • αμφιβολίες, αρνήσεις και αναζητήσεις ... κατά βάθος δεν είναι παρά σοφιστικοί ακκισμοί και σκεπτικιστικές δεξιοτεχνίες (id.) |
    • σε έναν συγγραφέα διαποτισμένο ... από λογιοσύνη, ο οποίος παραγεμίζει το γράψιμό του με αρχαία κλ, αυτή η λαϊκότροπη ροπή (i.e. εκζήτηση) θα θεωρηθή αναπόδραστα ~ (Dimaras) |
    • ακκισμοί εκφράσεων (Peranthis)

[fr K, AG ἀκκισμός 'prudery']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες