Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακινητώ [akinitó] Ρ10.9α : 1.για κτ. ή για κπ. που βρίσκεται σε κατάσταση ακινησίας ή αδράνειας: Οι τροχοί ακινητούν. H ζωή γύρω μας ακινητεί. || (μτφ.): Ο χρόνος ακινητεί. 2. θέτω κτ. ή κπ. σε κατάσταση ακινησίας.
[λόγ. < αρχ. ἀκινητῶ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακινητώ [acinitó] ακινητείς, aor ακινήτησα, pass ακινητήθηκα, ppp ακινητημένος
- ① intr be or remain motionless, be or remain immobilized, come to a standstill (syn είμαι ακίνητος, αδρανώ, ηρεμώ, ant είμαι σε κίνηση, κινούμαι):
- ακινητούμε we don't move |
- ακινητούν τα πάντα |
- ακινητήσαμε we stopped (moving) |
- μερικοί περνοδιαβαίνουν και άλλοι ακινητούν |
- ακινητεί ο τροχός the wheel does not move, has stopped moving |
- ακινητεί απάνω σε μια πολυθρόνα με ρόδες |
- το όχημα έχει ακινητήσει, κόλλησε στη λάσπη |
- οι δείχτες έχουν ακινητήσει στη μία και πέντε |
- τα νερά ακινητούν the water is not moving |
- το μυαλό του έχει ακινητήσει |
- τα πάντα ακινήτησαν, φωτίστηκαν (Kazantz) |
- στους τοίχους (του Aγίου Όρους η ζωγραφική του Bυζαντίου) αποκρυσταλλώθηκε, ακινήτησε και δείχνει όλη τη χιλιετηρίδα της (Papantoniou) |
- τ' αδύνατα δεντράκια ακινητούν εξαϋλωμένα μέσα στο ιλαρό λάμπος που τα διαπερνά (Myriv) |
- αν σταματήση (το τραίνο) μια στιγμή, θα ακινητήση, θαρρείς, ο κόσμος (Theotokas) |
- η στατική σκέψη, που ακινητεί από την τροχοπέδη της αντίφασης, καταδικάζει το πνεύμα σε αδράνεια (Papanoutsos) |
- τα ζωύφια ... συμμαζώνονται κι ακινητούν σαν πεθαμένα (Ouranis) |
- αρκούσε η άρνηση ενός ... για να ακινητήση κάθε προσπάθεια λύσης |
- poem ... το σαστισμένο αγρίμι |
- κοιτάζει ακόμα γύρα του δειλά κι ακινητεί (Sikel) |
- τα πλοία φαιδρά μέσ' την γλαυκήν ακινητούνε αστροφεγγιά (Panagiotop) |
- ενώ οι γαλάζιες νύχτες |
- ακινητούν σε κατάνυξη (Ritsos) |
- και τα δελφίνια μαγεμένα ακινητούν πλάι στα νιόφερτα καΐκια (Koulouris)
- ② trans make sth or s.o. motionless, arrest the motion of, immobilize, stop, stall (syn ακινητοποιώ, σταματώ, ant κινητοποιώ, κινώ, θέτω σε κίνηση):
- τον ~ |
- θα τον ακινητήσουμε |
- ~ ένα όργανο arrest the motion of a part |
- μπορούμε ν' ακινητήσουμε το δείχτη του ρολογιού |
- ακινητήθηκε μαγεμένος |
- chess~ ένα κομμάτι pin a piece |
- μια κρούστα χοντρή έχει περιτυλίξει την ... ψυχή μας και την έχει ακινητήσει σε καμπούρες και ζάρες (Kazantz) |
- τον αγκάλιασαν πισώπλατα, ακινητώντας τα μπράτσα του (Roufos) |
- το κυρτό σίδερο ... μαγκώνει τον τράχηλο ... και ακινητεί το κεφάλι (Vlachos) |
- στέκονταν εκεί καθώς τους είχε ακινητήσει ο ζωγράφος ... σε στάσεις ελαφρά επιτηδευμένες (id.) |
- του ακινητεί το πνεύμα, του στενεύει τις αντιλήψεις (Karantonis) |
- poem έλαμπε αχνά το φεγγαράκι -ειρήνη |
- όλην όλη τη φύση ακινητούσε (Solom) |
- είσαι το θάμπος π' ακινήτησε την έκσταση |
- στα λυπημένα βλέφαρά μου! (Mylonogiannis)
[fr K ἀκινητῶ(-έω) ← AG]
- ① intr be or remain motionless, be or remain immobilized, come to a standstill (syn είμαι ακίνητος, αδρανώ, ηρεμώ, ant είμαι σε κίνηση, κινούμαι):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακινητών, -ούσα, -ούν [acinitón] (L)
- not moving, still:
- απ' όλες τις ισπανικές πολιτείες η πιο που μου φαίνεται σαν ακινητούσα ... είναι το Σαντιάγο της Kομποστέλας (Papatsonis)
[prp of ακινητώ]
- not moving, still: