Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακινητοποιώ [akinitopió] -ούμαι Ρ10.9 : I1.(για πρόσ.) α. αναγκάζω κπ. να μείνει ακίνητος, συνήθ. με τη χρήση βίας: Ο ληστής ακινητοποίησε το θύμα του και μετά το λήστεψε. H αστυνομία κατόρθωσε να ακινητοποιήσει τους δράστες. β. περιορίζω τις δυνατότητες που έχει κάποιος να μετακινηθεί σε ένα χώρο, συνήθ. για στρατιωτικές δυνάμεις που μένουν καθηλωμένες, που αδυνατούν να αναλάβουν δράση: Tα εχθρικά πυρά / οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες ακινητοποίησαν τη μονάδα μας. γ. (μτφ.) εμποδίζω κπ. να δράσει, να δραστηριοποιηθεί. ANT κινητοποιώ. 2. για μέλος του σώματος ή για ολόκληρο το σώμα που το κρατούν ακίνητο για θεραπευτικούς σκοπούς. 3. (για μηχάνημα, όχημα) δε βάζω κτ. σε κίνηση ή το σταματώ ενώ βρίσκεται σε κίνηση: Λόγω της απεργίας των σιδηροδρομικών τα τρένα θα μείνουν ακινητοποιημένα. Ο οδηγός προσπάθησε να ακινητοποιήσει το αυτοκίνητό του, για να αποφύγει τη σύγκρουση με την νταλίκα. II. (οικον.) ακινητοποιημένα κεφάλαια, που έχουν επενδυθεί σε ακίνητα ή σε μηχανικό εξοπλισμό.
[λόγ. ακίνητ(ος) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. immobi liser]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακινητοποιώ [acinitopió] mi ακινητοποιούμαι, ppp ακινητοποιημένος
- ① make sth immobile, bring to a dead stop, immobilize (syn ακινητώ 2, ant κινητοποιώ):
- ένας μετάλλινος νάρθηκας ... ακινητοποιεί προσωρινά τα χτυπημένα μέλη (Theotokas) |
- το ορμητικό ποτάμι ... δεν κατόρθωσε, γιατί δεν το θέλησε, ν' ακινητοποιήση ούτε μια στιγμή (Chourmouzios) |
- milit ~ τον εχθρό immobilize the enemy (syn καθηλώνω) |
- ο στρατός είχε ακινητοποιηθή κάπου στα βόρεια της Θεσσαλίας (Roufos) |
- οι συμβάσεις ακινητοποιήθηκαν the contracts are no longer in force |
- η θριαμβευτική ανάγλυφη εικόνα, που διαιωνίζει, καθώς την έχει με την αφαίρεση της τέχνης του ακινητοποιημένη και σχηματοποιημένη (Papatsonis)
- ② convert into, invest, in real estate (syn μετατρέπω σε ακίνητα):
- ακινητοποιώ τα κεφάλαιά μου
[cpd of ακίνητος w. ποιώ]
- ① make sth immobile, bring to a dead stop, immobilize (syn ακινητώ 2, ant κινητοποιώ):