Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακινητοποίηση η [akinitopíisi] Ο33 : I.η ενέργεια του ακινητοποιώ. 1. το να αναγκάσει κάποιος κπ. να μείνει ακίνητος, να περιορίσει τις κινήσεις του ή να διακόψει τη δράση ή τη δραστηριότητά του: H αστυνομία πέτυχε την ~ του δράστη και τη σύλληψή του. H ~ του εχθρού. H ~ του ανθρώπινου δυναμικού. ANT κινητοποίηση. || το να κρατήσει κάποιος ένα μέλος του σώματος ή ολόκληρο το σώμα σε κατάσταση ακινησίας, για θεραπευτικούς σκοπούς: Mε το νάρθηκα πετυχαίνουμε την ~ του μέλους που έπαθε κάταγμα. Επιβάλλεται η ~ του τραυματία και απαγορεύεται η μετακίνησή του. 2. το να μη θέτω σε κίνηση, σε λειτουργία ένα μηχανισμό, ένα όχημα κτλ. ή το να διακόπτω την κίνηση, τη λειτουργία του. II. (οικον.) ~ κεφαλαίων, η χρησιμοποίησή τους για την αγορά ακινήτων ή μηχανών.
[λόγ. ακινητοποιη- (ακινητοποιώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακινητοποίηση [acinitopíisi] η, (& L ακινητοποίησις) gen ακινητοποίησης & ακινητοποιήσεως
- ① the act of rendering or keeping sth motionless, immobilization:
- ~ της τηλεφωνικής συσκευής (or του τηλεφώνου) |
- ~ κατάγματος (με γύψο) immobilization of a fracture (w. a cast) |
- τα δίχτυα τους έχουν σφιχθή μέχρις ακινητοποιήσεως (Roussos)
- ② ~ κεφαλαίων locking up, investment of capital in fixed assets (syn μετατροπή κινητών [ρευστών] κεφαλαίων σε ακίνητα)
[der of ακινητοποιώ]
- ① the act of rendering or keeping sth motionless, immobilization: