Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακινησία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακινησία η [akinisía] Ο25 : η έλλειψη κίνησης. 1α. (για έμψ.) η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος, όταν δεν μπορεί ή δε θέλει να κινηθεί ή να μετακινηθεί, ακούσια ή εκούσια έλλειψη κινήσεως: Ο άρρωστος πρέπει να βρίσκεται σε πλήρη ~. Tα αρθριτικά τον καταδίκασαν σε ~. β. (για πρόσ.) η περιορισμένη κίνηση, η πολύωρη παραμονή σε ορισμένη θέση ή γενικότερα η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας: H ~ μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης βλάπτει. 2. (για άψ.) α. η έλλειψη ικανότητας για κίνηση ή μετακίνηση ή η έλλειψη των κατάλληλων συνθηκών για κίνηση: H ~ των βράχων / των νερών. β. η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κτ., όταν δε λειτουργεί: Tο αυτοκίνητο σκούριασε από την ~. 3. (μτφ.) στατικότητα ή έλλειψη δράσης: Ο Kαρυωτάκης δεν μπόρεσε να αντέξει την ~ της επαρχιακής ζωής. || (οικον.) απραξία, έλλειψη εμπορικών συναλλαγών: Tο χρηματιστήριο παρουσιάζει τις τελευταίες μέρες ~.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀκινησία· 2, 3: σημδ. γαλλ. immobilité]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακινησία [acinisía] η,
  • ① motionlessness, immobility, stillness, inactivity (syn αδράνεια):
    • ~ των νερών |
    • σιγή και ~ |
    • ~ και σιωπή |
    • διανοητική ~ |
    • ~ και νέκρα |
    • θανατερή ~ |
    • ο γιατρός διέταξε απόλυτη ~ για τον άρρωστο |
    • πρόσταξε ~ και πάγο στο στήθος (Karagatsis) |
    • να μεταμορφώσει την ~ του σε μια φευγαλέα, ασύλληπτη κίνηση (Panagiotop) |
    • η ταινία (χωρίς χρώματα και μ' εσωτερικό διάλογο) διακινδυνεύει ακόμη και την ~, τη στατικότητα, που είναι τόσο αντικινηματογραφική (id.) |
    • τραγούδησε στην ~ της μοναξιάς του, νοσταλγώντας ταξίδια (Tsatsos) |
    • ο μεγάλος εχθρός του πνεύματος είναι η ~ (Papanoutsos) |
    • μύθοι είναι όσα λέγονται για ~, ομοιομορφία και στατικότητα του βυζαντινού πολιτισμού (Tatakis) |
    • poem απέξω- τον εσκέπασε σιγή κι ~ (Kavafis) |
    • μη έχοντας έναρξη και τέρμα μέσ' την ~ της πλήρωσης, |
    • σφραγίζοντας την τέλεια κίνηση μέσα στην πλήρη ~ (Themelis)
  • ② stock exch, commerce stagnation (in business transactions etc), inactivity (syn απραξία, στασιμότητα):
    • ~ στην αγορά αυτή τη βδομάδα

[fr K ἀκινησία ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες