Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακηλίδωτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακηλίδωτος -η -ο [akilíδotos] Ε5 : 1.που δεν έχει κηλίδες, λεκέδες· αλέκιαστος: Aκηλίδωτο τραπεζομάντιλο / πουκάμισο. 2. (μτφ.) που δεν έχει σπιλωθεί, που είναι ηθικά άμεμπτος: Tο όνομά του / το παρελθόν του είναι ακηλίδωτο.

[λόγ. < ελνστ. ἀκηλίδωτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακηλίδωτος, -η, -ο [acilí∂otos]
  • ① unstained, stainless, unsoiled, spotless, fleckless (syn αλέκιαστος, αλέρωτος, άσπιλος, κατακάθαρος, ant κηλιδωμένος):
    • ακηλίδωτη γαλάζια θάλασσα λούζει τον πελώριο αυτό σμάραγδο (Papantoniou) |
    • poem κι ώσπου ύπνο το ακηλίδωτο χάραμα να μας φέρη (Peranthis)
  • ② fig unsmirched, unsullied, untainted, untarnished (syn άσπιλος, αψεγάδιαστος, άψογος ανεπίληπτος, άθικτος):
    • ακηλίδωτο παρελθόν spotless past |
    • ~ |
    • ~ |
    • ~ ιππότης |
    • ακηλίδωτη νιότη |
    • έμεινε τίμιος, ~ |
    • βγήκε ~ από την υπόθεση αυτή came out of this affair unsmirched |
    • άφησε ακηλίδωτο όνομα he left an unsullied or untarnished name |
    • ακηλίδωτη υπόληψη untainted reputation |
    • η αμαρτία είναι σ' εμένα και η Εύα διατηρεί όλη την ακηλίδωτη λευκότητά της (Palam) |
    • να διατηρής αμείωτη και ακηλίδωτη την αυτονομία του στοχασμού σου ήταν ένας μεγάλος και άξιος του ανθρώπου σκοπός (Panagiotop)

[fr K ἀκηλίδωτος (LXX+), cpd w. κηλιδωτός (Souda, gloss)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες