Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακετόνη η [aketóni] Ο30 : (χημ.) υγρό άχρωμο, εύφλεκτο, με ιδιάζουσα οσμή, που χρησιμοποιείται στη χημική βιομηχανία· ασετόν.
[λόγ. < γαλλ. acétone (-one = -όνη) (ορθογρ. δαν., δες και ακετύλιο)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακετόνη [acetóni] η, chem
- acetone.