Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακεραιώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακεραιώνω [akereóno] -ομαι Ρ1 : ολοκληρώνω κτ., κυρίως μτφ.: Aκεραιωμένη προσωπικότητα, που έχει ολόπλευρα αναπτυχθεί.

[λόγ. ενεργ. ακεραι(ώ) -ώνω < μσν. ακεραιούμαι < ακέραι(ος) -ούμαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακεραιώνω [acereóno] mediop ακεραιώνομαι, aor ακεραίωσα, ακεραιώσω, mediop ακεραιωθώ,
  • make a whole of sth, integrate:
    • ~ την εντύπωση με το επόμενο κομμάτι |
    • η σωστή πολιτεία δεν εξαφανίζει το άτομο, αλλά το ακεραιώνει (Tsatsos) |
    • πιστεύει στην πραγματική ζωή, σ' εκείνη που ακεραιώνει τον άνθρωπο (Sachinis) |
    • η ψυχαναλυτική γνώσις ... αναπτύσσει και ακεραιώνει το αίσθημα της ανθρωπίνης μας ελευθερίας (AEmpeirikos) |
    • όλα εκείνα τα ενορμήματα της ψυχής του ανθρώπου ... πρέπει να συναπαντηθούν ελεύθερα και να ανταγωνισθούν το ένα τ' άλλο, για να ακεραιωθή ο άνθρωπος (Theodorakop) |
    • η λύση προσφέρεται τμηματικά στην αρχή, αλλά σιγά σιγά καθώς ξετυλίγεται προς τα εμπρός η πορεία, όλο και ακεραιώνεται ... Aυτός ο δεύτερος τρόπος είναι ο διαλεκτικός (Papanoutsos) |
    • (η προσπάθεια του Σικελιανού) να ακεραιωθή κατά το δυνατό ένα ποιητικό αρχέτυπο (Karantonis)

[fr K *ἀκεραιῶ (-όω), der of ἀκέραιος; cf ἀκεραιοῦμαι (Eustathius)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες