Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακεραιότητα η [akereótita] Ο28 : η ιδιότητα ή η κατάσταση του ακέραιου. I. η πληρότητα που χαρακτηρίζει ένα όλο, μια ενότητα: H σωματική ~, η αρτιμέλεια και γενικότερα, απουσία οποιασδήποτε σωματικής βλάβης. II. (μτφ.) απόλυτη εντιμότητα: Είναι ένας άνθρωπος γνωστός για την ακεραιότητά του. Δεν αμφισβητώ την ~ του χαρακτήρα του.
[λόγ. < ελνστ. ἀκεραιότης, αιτ. -ητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακεραιότητα [acereótita] η, (& L ακεραιότης)
- ① wholeness, entirety, integrity, (syn αρτιότητα, πληρότητα):
- ανατομική ~ |
- σωματική ~ |
- (εδαφική) ~ της χώρας the territorial integrity of the country |
- εθνική ~ |
- η συμμαχία εγγυάται την ~ των κρατών-μελών της |
- η ~ της ελευθεροτυπίας the integrity of the free press |
- (το βιβλίο) αποκαταστάθηκε στην ακεραιότητά του (Kanellop) |
- (o κυβισμός διέλυσε τη μορφή ως ενότητα) προκαλώντας στο θεατή μια σύγχυση ως προς την ακεραιότητά της (Michelis) |
- να σώσωμε σε όλη την ακεραιότητά της την ψυχή του ανθρώπου (Tatakis)
- ② fig uprightness, integrity, honesty, probity (syn το αδέκαστο, το ακέραιο 2, ευθύτητα, εντιμότητα, τιμιότητα, χρηστότητα):
- η ~ του χαρακτήρα του ανθρώπου, του κριτικού κλ |
- επιστημονική or πνευματική ~ |
- η ~ της κυβερνήσεως |
- η ~ των δικαστών εγγυάται την καλή εφαρμογή των νόμων |
- poem ... να διαλέξης |
- αυτό που λέμε μια συνέπεια, μια ~ (Anagnostakis)
[fr MG ακεραιότης ← K, PatrG ← AG]
- ① wholeness, entirety, integrity, (syn αρτιότητα, πληρότητα):