Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακεραίως
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ακεραίως, επίρρ.
  • Mε ευθύτητα, με τιμιότητα:
    • ην φυλάττων τους όρκους αυτού ακεραίως (Δούκ. 22518).

[μτγν. επίθ. ακεραίως]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακεραίωση η [akeréosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ακεραιώνω, κυρίως μτφ., η πνευματική ολοκλήρωση.

[λόγ. ακεραιω- (δες ακεραιώνω) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακεραίωση [aceréosi] η, (L)
  • integration:
    • ~ της ζωής |
    • ~ της προσωπικότητας |
    • ~ του ανθρώπου |
    • ο πόνος για την ~ του προσώπου, ο πόνος του ανθρώπου για τον εαυτό του (Theodorakop) |
    • ηθική ~ στο πεδίο της προσωπικής ζωής (του ανθρώπου) (Despotop) |
    • ~ της πνευματικής καλλιέργειας του ανθρώπου (id.) |
    • έμμονη τάση του ανθρώπινου πνεύματος προς ~ (id.) |
    • η οικουμενική ~ της πολιτικής εξουσίας (id.) |
    • η αποκλειστική καλλιέργεια και ανάπτυξη της οικονομίας ή της τεχνικής εμποδίζουν την ~ του ανθρώπου (Theodorakop) |
    • με τη σύμμετρη και αρμονική ανάπτυξη των στοιχείων, που συγκροτούν την αληθινή ανθρώπινη υπόσταση, επιχειρούν να κατακτήσουν την ~, την ενότητα και τη διάρκεια (Panagiotop) |
    • ο λόγος της ύπαρξης (του έργου) βρήκε μέσα μας καινούργιες ακεραιώσεις (Chatzinis)

[der of ακεραιώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες