Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακατόρθωτος -η -ο [akatórθotos] Ε5 : που είναι τόσο δύσκολος, ώστε δεν μπορεί κανείς να τον κατορθώσει, να τον πραγματοποιήσει· αδύνατος3. ANT κατορθωτός: Πολλά πράγματα που θεωρούνταν ακατόρθωτα σε παλαιότερες εποχές, έγιναν σήμερα πραγματικότητα. || (ως ουσ.) το ακατόρθωτο: Mε την επιμονή του κατόρθωσε το ακατόρθωτο, για κτ. πολύ δύσκολο.
[λόγ. < ελνστ. ἀκατόρθωτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακατόρθωτος, -η, -ο [akatórθotos]
- impossible to perform or to attain, impracticable, unattainable, unachievable, unfeasible (syn ανεκτέλεστος, ανέφικτος, ant εφικτός, κατορθωτός, πραγματοποιήσιμος):
- κάτι ακατόρθωτο |
- πράγματα ακατόρθωτα |
- δεν έμοιαζαν καθόλου ακατόρθωτα όσα ζητούσε ο Γιαννίρης (Psichari) |
- οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις δεν είναι ούτε ακατόρθωτες ούτε και δύσκολες (Vacalop) |
- οι λαοί δεν ζητούν τίποτα εξωφρενικό και ακατόρθωτο (Theotokas) |
- όταν κάνεις αυτό που για κείνους που έχουν ταλέντο είναι ακατόρθωτο θα πη πως είσαι μεγαλοφυής (Vrettakos) |
- poem πριν πόθος ~ και εμπρός σε τόσα κάλλη, μαύρη μας φέρει απελπισιά (Markoras)
[fr PatrG ἀκατόρθωτος, cpd w. κατορθωτός: κατορθῶ; cf δυσ- κατόρθωτος, εὐ-κατόρθωτος]
- impossible to perform or to attain, impracticable, unattainable, unachievable, unfeasible (syn ανεκτέλεστος, ανέφικτος, ant εφικτός, κατορθωτός, πραγματοποιήσιμος):