Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακατόρθωτο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
ακατόρθωτο [akatórθoto] το,
  • impοssibility of performance, infeasibility, impracticableness, state of being unrealistic (syn το ανέφικτο, το απραγματοποίητο):
    • δεν υπάρχει έργο τέχνης άξιο του προορισμού του, που να μην εκφράζη το ~ |
    • ο Mπάιρον, ο εραστής του ακατόρθωτου, του απόλυτου, είναι ο μεγάλος εγωκεντρικός τύπος (id.) |
    • o Xατζιδάκης είδε από τα πράγματα το ~ και περιόρισε το σχεδιαζόμενο έργο (Papanoutsos) |
    • poem και ιδού εσύ πάλι, δέντρο ακλόνητο, |
    • ...|...| μπορείς και πάλι να υπολογίζης το ~ (Dimakis) |
    • διάβολε, ήταν γνωστό το ~ της απαρτίας μας (Doriadis)

[fr PatrG τό ἀκατόρθωτον, substantiv. n of ἀκατόρθωτος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακατόρθωτος -η -ο [akatórθotos] Ε5 : που είναι τόσο δύσκολος, ώστε δεν μπορεί κανείς να τον κατορθώσει, να τον πραγματοποιήσει· αδύνατος3. ANT κατορθωτός: Πολλά πράγματα που θεωρούνταν ακατόρθωτα σε παλαιότερες εποχές, έγιναν σήμερα πραγματικότητα. || (ως ουσ.) το ακατόρθωτο: Mε την επιμονή του κατόρθωσε το ακατόρθωτο, για κτ. πολύ δύσκολο.

[λόγ. < ελνστ. ἀκατόρθωτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακατόρθωτος, -η, -ο [akatórθotos]
  • impossible to perform or to attain, impracticable, unattainable, unachievable, unfeasible (syn ανεκτέλεστος, ανέφικτος, ant εφικτός, κατορθωτός, πραγματοποιήσιμος):
    • κάτι ακατόρθωτο |
    • πράγματα ακατόρθωτα |
    • δεν έμοιαζαν καθόλου ακατόρθωτα όσα ζητούσε ο Γιαννίρης (Psichari) |
    • οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις δεν είναι ούτε ακατόρθωτες ούτε και δύσκολες (Vacalop) |
    • οι λαοί δεν ζητούν τίποτα εξωφρενικό και ακατόρθωτο (Theotokas) |
    • όταν κάνεις αυτό που για κείνους που έχουν ταλέντο είναι ακατόρθωτο θα πη πως είσαι μεγαλοφυής (Vrettakos) |
    • poem πριν πόθος ~ και εμπρός σε τόσα κάλλη, μαύρη μας φέρει απελπισιά (Markoras)

[fr PatrG ἀκατόρθωτος, cpd w. κατορθωτός: κατορθῶ; cf δυσ- κατόρθωτος, εὐ-κατόρθωτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες