Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακατονόμαστος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακατονόμαστος -η -ο [akatonómastos] Ε5 : για κτ. που θεωρείται τόσο αισχρό, ώστε να ντρέπεται κανείς να το κατονομάσει, να το αναφέρει: Aκατονόμαστες ύβρεις / πράξεις. Aκατονόμαστα όργια. ακατονόμαστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀκατονόμαστος `χωρίς όνομα΄ σημδ. αγγλ. unmentionable]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακατονόμαστος, -η, -ο [akatοnómastos] (& ακατανόμαστος)
  • ① incapable of being named, not to be named:
    • θεέ μου! όταν σε φαντάζωμαι πως ζης σε μια ατμοσφαίρα πολύ καθαρότερη από τη δική μου, με πιάνει μια ακατανόμαστη αθυμία (Palam) |
    • ποια σκέψη; ρώτησα γεμάτος αγωνία, νοιώθοντας μιαν ακατανόμαστη δύναμη να μου εναντιώνεται (Prevelakis) |
    • το θείον είναι ακατανόμαστον (Tatakis) |
    • poem κι άλλαξε χίλια σκήματα |
    • χίλιων λογιών τεράτων |
    • ζούδιων ακατανόμαστων |
    • κι αγριμιών ανυχάτων (Skipis) |
    • επάνω του ακριβώς θεός πρωτόγονος βαδίζει |
    • η ζωή δυνατή, ακατανόμαστη (Diktaios)
  • ② unfit to be named, unutterable, inexpressible, infamous, (syn ανήκουστος, ανομολόγητος, επαίσχυντος):
    • ακατανόμαστο αμάρτημα, ακατανόμαστο ελάττωμα |
    • ακατανόμαστο έγκλημα (syn φρικτό έγκλημα) |
    • ακατανόμαστη πράξη |
    • ακατανόμαστα αίσχη or ακατανόμαστες προστυχιές shameful acts |
    • ακατανόμαστα έκτροπα |
    • ακατανόμαστα όργια infamous orgies |
    • ξέσπασε σε ακατανόμαστες βρισιές |
    • γιατί ντρέπομαι σα να μου συμβαίνη κάτι ακατανόμαστο; (Theotokas) |
    • η γενιά, παρασυρμένη στη δίνη ενός ακατανόμαστου κατακλυσμού, είχε πιστέψει πως βούλιαξε στο μηδέν (DMyrat) |
    • έχει διαπράξει μια σειρά από ακατανόμαστες πράξεις σε βάρος μικρών παιδιών (Skouloudi transl of Dostoyevsky) |
    • βλέπει ... την ακατανόμαστη βρώμα που είναι ο πόλεμος για το φαντάρο (Terzakis)

[fr K ἀκατανόμαστος, cpd w. (Herodian) κατανομαστός: κατονομάζω; -ταν- by assim]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες