Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακατονόμαστα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακατονόμαστα [akatοnómasta] adv (& ακατανόμαστα)
  • unnameably, unspeakably, unmentionably, unutterably, inexpressibly, infamously, shockingly (syn ανήκουστα, ανομολόγητα επαίσχυντα):
    • poem κ' ύστερα βρίζοντάς με ~ να κάνη έρωτα ως το πρωί (Doriadis)

[der of ακατονόμαστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες