Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακατονόμαστα [akatοnómasta] adv (& ακατανόμαστα)
- unnameably, unspeakably, unmentionably, unutterably, inexpressibly, infamously, shockingly (syn ανήκουστα, ανομολόγητα επαίσχυντα):
- poem κ' ύστερα βρίζοντάς με ~ να κάνη έρωτα ως το πρωί (Doriadis)
[der of ακατονόμαστος]
- unnameably, unspeakably, unmentionably, unutterably, inexpressibly, infamously, shockingly (syn ανήκουστα, ανομολόγητα επαίσχυντα):