Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακατοίκητος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακατοίκητος -η -ο [akatíkitos] Ε5 : 1.που δεν κατοικείται, που δεν είναι κατοικημένος. α. για περιοχή όπου δεν έχουν εγκατασταθεί άνθρωποι ή που έχει εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους της: Οι πολικές περιοχές της γης είναι ακατοίκητες. Πολλά ορεινά χωριά είναι ακατοίκητα. β. για οίκημα που παραμένει κενό, χωρίς ενοίκους. 2. για χώρο που δεν είναι κατάλληλος για να κατοικήσουν άνθρωποι ή που δε θα έπρεπε να κατοικείται. ANT κατοικήσιμος: Tο σπίτι μετά το σεισμό έγινε ακατοίκητο. H ατμοσφαιρική ρύπανση έκανε πολλές πόλεις ακατοίκητες.

[μσν. ακατοίκητος < α- 1 κατοικη- (κατοικώ) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακατοίκητος, -η, -ο [akatícitos]
  • ① uninhabited or not being inhabited, unoccupied, empty, unused:
    • ακατοίκητο σπίτι |
    • ακατοίκητο οίκημα unused building |
    • ακατοίκητες κατοικίες |
    • ακατοίκητο μέρος solitude, ~ τόπος, ακατοίκητοι χώροι |
    • ακατοίκητες περιοχές |
    • το φεγγάρι είναι ~ κόσμος |
    • ακατοίκητο νησί unpopulated, unpeopled, uninhabited island |
    • άρχισα να διακρίνω και πίσω από το πρόσωπο του Θεού ένα φοβερό ακατοίκητο σκοτάδι, το χάος (Kazantz) |
    • οι απέραντοι χώροι των Δυτικών (Ηνωμένων) Πολιτειών ... φαίνουνται σαν ακατοίκητοι (Theotokas) |
    • η πολιτεία είναι ακατοίκητη, ενώ θα μπορούσε να είναι κατοικήσιμη (Thrylos) |
    • οι διάφορες σταρ το κάνανε ακατοίκητο πια το χωριό αυτό (Nakou) |
    • poem μα στην πικρή μου διάθεση ταιριάζουν πιο καλά |
    • οι πύργοι σου οι ακατοίκητοι κ' οι ερημωμένοι (Skipis) |
    • και είπε |
    • "ευαγγελίζομαι την ακατοίκητη χώρα!" (Vrettakos) |
    • ... μάταιοι, |
    • γυμνοί, ακατοίκητοι σαν τοίχοι φυλακής οι ουρανοί |
    • κρέμανται (Papatsonis' paraphrase of Fr Hoelderlin)
  • ② inappropriate for habitation, uninhabitable (syn ακατάλληλος για κατοικία or κατοίκηση, ant κατοικήσιμος):
    • το υπόγειο είναι ακατοίκητο από την υγρασία |
    • το σπίτι είναι or έγινε ακατοίκητο από θεομηνία (την πυρκαϊά or τους σεισμούς).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες