Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακαταστασία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακαταστασία η [akatastasía] Ο25 : η ιδιότητα του ακατάστατου. 1α. η έλλειψη τάξης σε ένα χώρο. ANT τάξηI1α: Στο δωμάτιό του επικρατεί μια απερίγραπτη ~, τίποτε δεν είναι στη θέση του. Mε ενοχλεί πολύ η ~ της. || (προφ., κυρ. πληθ.) για πράγματα ακατάστατα ριγμένα εδώ και εκεί: Mάζεψε αυτές τις ακαταστασίες. β. η έλλειψη ομαλού ρυθμού ή προγράμματος: H ~ στις ώρες του ύπνου και του φαγητού βλάπτει τον οργανισμό. Tο σχολείο δε λειτουργεί ομαλά, υπάρχει μεγάλη ~ στο πρόγραμμα. 2. (για μετεωρολογικές συνθήκες) αστάθεια: H ~ του καιρού έβλαψε τις καλλιέργειες.

[λόγ. < ελνστ. ἀκαταστασία `ανασφάλεια, αναρχία΄ σημδ. γαλλ. désordre & γερμ. Unordnung]

[Λεξικό Κριαρά]
ακαταστασία η.
  • 1) Aνώμαλη κατάσταση, ταραχή, έλλειψη τάξης:
    • σκανδάλων πολλών και ακαταστασιών γενομένων (Iστ. πολιτ. 7214‑5
    • τους ενίκησεν ο Tούρκος από την ακαταστασίαν … οπού είχανε οι χριστιανοί (Xρον. σουλτ. 3328).
  • 2) Aνακολουθία, αστάθεια στο χαρακτήρα:
    • την ακαταστασίαν αυτού γινώσκοντες ετρόμαξαν (Δούκ. 42727).

[μτγν. ουσ. ακαταστασία. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακαταστασία [akatastasía] η,
  • ① untidiness, disorder, mess (syn κακή κατάσταση, αταξία, ant καλή κατάσταση, συγύρισμα, τάξη):
    • ~ του σπιτιού |
    • ~ στο δωμάτιο, στο γραφείο κλ |
    • ~ στην κάμαρα |
    • συρτάρια, παράθυρα, πόρτες ανοίγουν το στόμα τους σαν άγρια θηρία (Seferis)
  • ⓐ disorderly situation, messy state of affairs, disorder, mess (syn ανωμαλία, ταραχή):
    • σύγχυση και ~ |
    • αμορφωσιά και ~ |
    • κοινωνική και πολιτική ~ του κράτους |
    • γλωσσική ~ |
    • εχάθηκε ο ζαϊρές εξαιτίας της ακαταστασίας των ανόητων (Makryg) |
    • διάφορες ακαταστασίες και αρπαγές ηύραν την πατρίδα (id.) |
    • μπεζερίσαμεν από τις ακαταστασίες (id.) |
    • πολλοί την τέτοια γλωσσικήν ελαστικότητα στο συγγραφέα τη θεωρούν ~ (Palam) |
    • η ~ που επικρατούσε στη χώρα ... είχαν εξαθλιώσει τους ελεύθερους γεωργούς και δουλοπαροίκους (Vacalop) |
    • γυρεύοντας (από το όργανο της έκφρασης) καινούργιες δυνατότητες ξέπεφταν στην ~ και την προχειρότητα (Chatzinis)
  • ② instability, variableness, of weather (syn αβεβαιότητα, αστάθεια, ευμετάβλητο):
    • καιρική ~ or ~ του καιρού unsettled weather (syn ακατάστατος καιρός)

[fr MG ακαταστασία ← K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες