Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαταστάλαχτος, -η, -ο [akatastálaxtos] (& ακαταστάλακτος)
- ① unstrained, unfiltered, unsettled, of fluids (syn αδιύλιστος, αφιλτράριστος, θολός, ant κατασταλαγμένος, διυλισμένος, φιλτραρισμένος, διαυγής:
- ακαταστάλαχτη και ασχημάτιστη εποχή |
- μια έμφυτη ιδιοφυΐα, που παρέμεινε ακαταστάλακτη |
- ακαταστάλακτη σύλληψη unsettled conception |
- ακαταστάλακτα γεγονότα |
- ροπές διάχυτες και ακαταστάλαχτες |
- ~ στοχαστής |
- το πλήθος το παρδαλό, το ακαταστάλαχτο, το πολυποίκιλο |
- σχέδια αόριστα, ακαταστάλαχτα |
- τα συμπεράσματα της σύγχρονης έρευνας είναι συχνά ή τολμηρά ή ακαταστάλαχτα |
- υπάρχει κάτι το ακαταστάλαχτο, το ασυμπλήρωτο ... μέσα μας |
- ακατάστατες, ακαταστάλαχτες χόχλαζαν μέσα μου πνεματικές ανταρσίες (Kazantz) |
- χόχλαζε ακόμα ακαταστάλαχτη η ψυχή (id.) |
- (είμαστε) ένα σωρό πράματα αξεδιάλυτα κι ακαταστάλαχτα (Panagiotop) |
- (οι σημερινοί νέοι) έχουν μιαν εντελώς καινούργια και ακαταστάλακτη ακόμη αίσθηση του λυρικού λόγου (Dimaras) |
- η αναταραχή μιας πλευράς της νεολαίας ... είναι ... δραματική στο βάθος, αλλά και αρκετά ακαταστάλαχτη (Terzakis)
[cpd w. PatrG *κατασταλακτός: κατασταλάζω]
- ① unstrained, unfiltered, unsettled, of fluids (syn αδιύλιστος, αφιλτράριστος, θολός, ant κατασταλαγμένος, διυλισμένος, φιλτραρισμένος, διαυγής: