Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαταπόνητο [akatapónito] το,
- unweariness, indefatigability.
[Λεξικό Κριαρά]
- ακαταπόνητος, επίθ.· ακαταπόνετος.
-
- Aκατάβλητος, ακαταπόνητος:
- (Λίβ. Esc. 510).
[αρχ. επίθ. ακαταπόνητος. H λ. και σήμ.]
- Aκατάβλητος, ακαταπόνητος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακαταπόνητος -η -ο [akatapónitos] Ε5 : ΣYN ακατάβλητος. 1. χαρακτηρισμός ανθρώπου που εργάζεται συνεχώς, με αμείωτη αντοχή· ακούραστος: ~ εργάτης της γης / του πνεύματος. Aκαταπόνητοι ερευνητές. 2. (για δραστηριότητα ακαταπόνητου ανθρώπου) συνεχής και επίμονος: Aκαταπόνητη εργατικότητα. Aκαταπόνητες προσπάθειες.
ακαταπόνητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀκαταπόνητος `ακατανίκητος΄ σημδ. γαλλ. infati gable]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαταπόνητος, -η, -ο [akatapónitos] (L)
- indefatigable, tireless (syn in ακάματος 1):
- ~ άνθρωπος, μελετητής, συζητητής, στοχαστής, βιβλιοφάγος, ερευνητής, εργάτης, αγρότης, ταξιδευτής, περιηγητής |
- ακαταπόνητη δραστηριότητα or εργατικότητα untiring energy |
- ακαταπόνητη συγγραφική δράση |
- ακαταπόνητη παραγωγή λογοτεχνική |
- ~ σωματικώς και διανοητικώς unweary in body and mind |
- (τα) βαριετέ στην επαρχία ακαταπόνητα (Katrakis) |
- έλεγχος ~ των συμπερασμάτων (Lambridi) |
- αδημονία ακαταπόνητη (Panagiotop) |
- ο Mελάς, ο ~ σκαλιστής αυτός της φράσης (GOikonomidis) |
- η επίμονη, ακαταπόνητη, τολμηρή ... αναζήτηση λύσεων (Papanoutsos)
[fr MG ακαταπόνητος (Psellus etc) ← K, AG, cpd w. καταπονητός; cf δυσκαταπόνητος]
- indefatigable, tireless (syn in ακάματος 1):