Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακατανόητος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ακατανόητος, επίθ.
  • 1) Που δεν γίνεται κατανοητός, παράδοξος:
    • μυστήριον ακατανόητον (Παρασπ., Bάρν. C 459).
  • 2) Aνεκτίμητος, αμύθητης αξίας, πρωτοφανής:
    • μίαν μεγάλην αγίαν τράπεζαν ακατανόητον (Hagia Sophia ω 5282).

[μτγν. επίθ. ακατανόητος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακατανόητος -η -ο [akatanóitos] Ε5 : 1.για κτ. που δεν μπορεί να το κατανοήσει κάποιος, επειδή είναι πολύ ασαφές ή επειδή η κατανόησή του προϋποθέτει γνώσεις ή ικανότητες ανώτερες από αυτές που διαθέτει αυτός. ANT κατανοητός: Tα κείμενά του είναι ακατανόητα, ακατάληπτα. Πολλές μορφές της σύγχρονης τέχνης είναι ακατανόητες στο ευρύ κοινό. || (για πρόσ.): Είναι ~ όταν διδάσκει, ακατάληπτος. 2. για κτ. που δεν μπορεί κανείς να το εξηγήσει ή να το δικαιολογήσει, που φαίνεται άστοχο, παράλογο ή ασυνάρτητο. ANT κατανοητός: H συμπεριφορά του είναι τελείως ακατανόητη. Έλεγε κάτι ακατανόητες κουβέντες. Aυτά που συμβαίνουν είναι για μένα ακατανόητα. || για κπ. που συμπεριφέρεται με ακατανόητο τρόπο: ~ άνθρωπος είναι αυτός! || (ως ουσ.) το ακατανόητο, η ιδιότητα του ακατανόητου. ακατανόητα ΕΠIΡΡ: Φέρθηκε εντελώς ~.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀκατανόητος· 2: σημδ. γαλλ. incompréhensible]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακατανόητος, -η, -ο [akatanóitos]
  • unintelligible, incomprehensible, inconceivable:
    • ακατανόητη γλώσσα, ακατανόητο κείμενο, ακατανόητα λόγια, ακατανόητες λέξεις |
    • ακατανόητες επιγραφές |
    • ακατανόητη δικαιολογία |
    • ακατανόητη συμπεριφορά inexplicable conduct |
    • ακατανόητα καμώματα |
    • ακατανόητο μίσος |
    • poem περνούν, κυλούνε οι μέρες μου ...|...| καθώς το θέλησε η τυφλή κι ακατανόητη τύχη (Malakasis)
  • ⓐ which cannot be understood, ununderstandable, hard to understand (syn ανεξήγητος, δυσνόητος, στριφνός):
    • κάτι ακατανόητο, e.g. η δύστυχη μάνα ... ένοιωθε σαν κάτι ακατανόητο την αλλαγή της πίστης (Palam) |
    • ακατανόητη ποίηση, μουσική |
    • είδα ένα ακατανόητο όνειρο |
    • ~ άνθρωπος, ακατανόητη γυναίκα |
    • ~ ποιητής poet whose poetry is difficult to understand |
    • (τον Έλλιοτ) τον χαρακτήρισαν ή τρελόν ή ακατανόητον (Papatsonis) |
    • (τον Παλαμά) τον είπαν στριφνόν, ακατανόητο, απροσπέλαστο (Thrylos)) |
    • είναι ακατανόητο it is a mystery; είναι ακατανόητο ότι κλ it is difficult to understand that etc |
    • το νέο τους είναι ακατανόητο και αποτρόπαιο (Papantoniou) |
    • πολλά λογοτεχνήματα που έμοιαζαν ακατανόητα έγιναν νοητά (Theotokas) |
    • είχε μια ακατανόητη τρυφερότητα για τα πουλιά (Venezis) |
    • αυτά όλα είναι ακατανόητες επιπολαιότητες μεγάλων πνευμάτων (Kanellop) |
    • poem τραυλίζοντας συλλαβές ακατανόητες (Seferis)

[fr MG ακατανόητος ← K (ps. -Lucian), PatrG cpd w. *κατανοητός (whence κατανοητ-ικός); cf also εὐκατανόητος (Polybius +)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες