Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακατανόητο [akatanóito] το,
- incomprehensibility, inconceivability:
- θα περιοριστώ στο ζήτημα της ασάφειας και του ακατανοήτου που χαρακτηρίζει πολλά σημαντικότατα προϊόντα της σύγχρονης Tέχνης (Papanoutsos) |
- δεν εννοούμε βέβαια την πρακτική δίχως όρους αναγκαιότητα του ηθικού προσταγμού, ωστόσο όμως εννοούμε το ακατανόητό της (Papanoutsos, transl of Kant) |
- ο Παλαμάς μιλάει για δυο παράγοντες που συνιστούν την ποιητική γλώσσα |
- το παραδομένο ... και το απαράδοτο, όπου μας παραστέκει η φοβέρα του ασύλληπτου και του ακατανόητου κι όπου ο Σεφέρης βρίσκει το στοιχείο του (Sinop)
[substantiv. n of ακατανόητος]
- incomprehensibility, inconceivability:
[Λεξικό Κριαρά]
- ακατανόητος, επίθ.
-
- 1) Που δεν γίνεται κατανοητός, παράδοξος:
- μυστήριον ακατανόητον (Παρασπ., Bάρν. C 459).
- 2) Aνεκτίμητος, αμύθητης αξίας, πρωτοφανής:
- μίαν μεγάλην αγίαν τράπεζαν ακατανόητον (Hagia Sophia ω 5282).
[μτγν. επίθ. ακατανόητος. H λ. και σήμ.]
- 1) Που δεν γίνεται κατανοητός, παράδοξος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακατανόητος -η -ο [akatanóitos] Ε5 : 1.για κτ. που δεν μπορεί να το κατανοήσει κάποιος, επειδή είναι πολύ ασαφές ή επειδή η κατανόησή του προϋποθέτει γνώσεις ή ικανότητες ανώτερες από αυτές που διαθέτει αυτός. ANT κατανοητός: Tα κείμενά του είναι ακατανόητα, ακατάληπτα. Πολλές μορφές της σύγχρονης τέχνης είναι ακατανόητες στο ευρύ κοινό. || (για πρόσ.): Είναι ~ όταν διδάσκει, ακατάληπτος. 2. για κτ. που δεν μπορεί κανείς να το εξηγήσει ή να το δικαιολογήσει, που φαίνεται άστοχο, παράλογο ή ασυνάρτητο. ANT κατανοητός: H συμπεριφορά του είναι τελείως ακατανόητη. Έλεγε κάτι ακατανόητες κουβέντες. Aυτά που συμβαίνουν είναι για μένα ακατανόητα. || για κπ. που συμπεριφέρεται με ακατανόητο τρόπο: Tι ~ άνθρωπος είναι αυτός! || (ως ουσ.) το ακατανόητο, η ιδιότητα του ακατανόητου.
ακατανόητα ΕΠIΡΡ: Φέρθηκε εντελώς ~. [λόγ.: 1: ελνστ. ἀκατανόητος· 2: σημδ. γαλλ. incompréhensible]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακατανόητος, -η, -ο [akatanóitos]
- unintelligible, incomprehensible, inconceivable:
- ακατανόητη γλώσσα, ακατανόητο κείμενο, ακατανόητα λόγια, ακατανόητες λέξεις |
- ακατανόητες επιγραφές |
- ακατανόητη δικαιολογία |
- ακατανόητη συμπεριφορά inexplicable conduct |
- ακατανόητα καμώματα |
- ακατανόητο μίσος |
- poem περνούν, κυλούνε οι μέρες μου ...|...| καθώς το θέλησε η τυφλή κι ακατανόητη τύχη (Malakasis)
- ⓐ which cannot be understood, ununderstandable, hard to understand (syn ανεξήγητος, δυσνόητος, στριφνός):
- κάτι ακατανόητο, e.g. η δύστυχη μάνα ... ένοιωθε σαν κάτι ακατανόητο την αλλαγή της πίστης (Palam) |
- ακατανόητη ποίηση, μουσική |
- είδα ένα ακατανόητο όνειρο |
- ~ άνθρωπος, ακατανόητη γυναίκα |
- ~ ποιητής poet whose poetry is difficult to understand |
- (τον Έλλιοτ) τον χαρακτήρισαν ή τρελόν ή ακατανόητον (Papatsonis) |
- (τον Παλαμά) τον είπαν στριφνόν, ακατανόητο, απροσπέλαστο (Thrylos)) |
- είναι ακατανόητο it is a mystery; είναι ακατανόητο ότι κλ it is difficult to understand that etc |
- το νέο τους είναι ακατανόητο και αποτρόπαιο (Papantoniou) |
- πολλά λογοτεχνήματα που έμοιαζαν ακατανόητα έγιναν νοητά (Theotokas) |
- είχε μια ακατανόητη τρυφερότητα για τα πουλιά (Venezis) |
- αυτά όλα είναι ακατανόητες επιπολαιότητες μεγάλων πνευμάτων (Kanellop) |
- poem τραυλίζοντας συλλαβές ακατανόητες (Seferis)
[fr MG ακατανόητος ← K (ps. -Lucian), PatrG cpd w. *κατανοητός (whence κατανοητ-ικός); cf also εὐκατανόητος (Polybius +)]
- unintelligible, incomprehensible, inconceivable: