Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακατανοησία η [akatanoisía] Ο25 : 1.η ιδιότητα του ακατανόητου· το ακατανόητο. 2. η έλλειψη κατανόησης, διάθεσης να καταλάβει κάποιος το συνάνθρωπό του και να συμμεριστεί τις απόψεις του.
[λόγ. ακατανόη(τος) -σία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακατανοησία [akatanoisía] η,
- lack of understanding, incomprehension:
- το φαινόμενο της ακατανοησίας |
- έχει υποφέρει από την ~ και βαναυσότητα των συμπολιτών του |
- η ελευθερία τους αναστέλλεται από τη γενική αντίδραση και ~ (Papanoutsos) |
- στον γαλλικό ρομαντισμό ... αυτές οι ακατανοησίες ... οφείλονται στην αισθητική τους απαιδευσία (Tsatsos) |
- απορεί κανείς πόση ~ δείξανε και πόση επιπόλαιη ... πολεμική στήσανε εναντίον του μεγαλύτερου ποιητικού δαιμόνιου της εποχής τους (Papatsonis) |
- στη μέση παιδεία είναι ακόμα πιο διαδομένη αυτή η ~ της ύλης απ' το δάσκαλο (Kasimatis) |
- η στροφή αυτή δεν είναι απόδειξη ακατανοησίας των απόψεων του Πλωτίνου από την εποχή του (Michelis) |
- (αναλογιζόμαστε) την επίμονη ~ που έδειξαν οι εθνικοί απέναντι της νέας θρησκείας (Tatakis)
[der of ακατανόητος]
- lack of understanding, incomprehension: