Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακατανίκητος -η -ο [akataníkitos] Ε5 : 1.που δεν μπορεί να τον νικήσει κανένας στον πόλεμο, στη μάχη· ανίκητος, αήττητος: Ο στόλος μας είναι ~. 2. (μτφ.) για κτ. που δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει κάποιος με επιτυχία, που δεν μπορεί να του αντισταθεί, επειδή είναι ισχυρότερο από την ψυχική δύναμη και αντοχή του: Tο άγνωστο ασκεί στον άνθρωπο μια ακατανίκητη έλξη. Tον κυρίεψε ένας ~ έρωτας. H ακατανίκητη δίψα για μάθηση.
[λόγ. < ελνστ. ἀκατανίκητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακατανίκητος, -η, -ο [akatanícitos]
- ① unconquerable, unbeatable, invincible (syn ακατάβλητος, ακαταμάχητος 1, ανίκητος):
- δεν υπάρχουν ακατανίκητοι στρατοί |
- η θυσία μόνη είναι ακατανίκητη |
- οι ακατανίκητες δυνάμεις της ζωής |
- ο αγέρωχος και ~ πολεμιστής γίνεται η δόξα του τόπου του (Panagiotop) |
- θ' ακούσουμε το προαιώνιο κτήνος να ουρλιάζη και να διεκδική τα δικαιώματα της ζούγκλας ακατανίκητο (id.) |
- το Eικοσιένα (the War of Independence) ... το 'φτιαξε η ακατανίκητη ψυχή του λαού (Fteris) |
- οι ακατανίκητες ακόμη αρρώστιες |
- ιάσιμες θα γίνουν αύριο οι ακατανίκητες σήμερα (παθήσεις) (Palaiologos)
- ② overpowering, irresistible, mighty:
- ~ άντρας irresistible man |
- o ~ γόης και Δον Zουάν |
- ακατανίκητη θέληση mighty willpower |
- ακατανίκητη αδυναμία overpowering weakness |
- ακατανίκητη ορμή |
- ακατανίκητα ένστικτα |
- μια βαριά και ακατανίκητη κόπωση |
- ακατανίκητη επιθυμία, ένας ~ καημός |
- ακατανίκητη υπεροχή |
- η ακατανίκητη αίγλη του καινούργιου |
- το ακατατανίκητο γόητρο |
- ακατανίκητη γοητεία, e.g. ασκούν (εξασκούν) ακατανίκητη γοητεία |
- ακατανίκητο θέλγητρο, e.g. το ακατανίκητο θέλγητρο της τέχνης |
- ακατανίκητη έλξη, e.g. ακατανίκητη έλξη για ταξίδια, ασκούν επάνω μας ακατανίκητη έλξη |
- ακατανίκητη έλξη συμπαθείας |
- ακατανίκητο αίσθημα irrepressible sentiment |
- ακατανίκητη ανάγκη, επίδραση, αντιπάθεια |
- ~ πειρασμός |
- η ακατανίκητη νοσταλγία μου |
- ένα άλλο πάθος, παράφορο, ακατανίκητο, τυφλωτικό |
- ~ τρόμος |
- ακατανίκητο κέφι |
- ακατανίκητες αντιφάσεις |
- ακατανίκητη επιμονή |
- ακατανίκητη επιχειρηματολογία, πειθώ |
- ακατανίκητη, εφιαλτική νάρκη |
- ακατανίκητη ψευδαίσθηση |
- μια φυγοκοσμία ακατανίκητη και μαζί μια αδυναμία να αντικρύσω κατάστηθα τη συμφορά με σταματήσανε (Palam) |
- η κυρία ... με νάζι ακατανίκητο (Melas) |
- τι πρόκληση ακατανίκητη το μικρό της αθώο γέλιο (id.) |
- η ζωηρή και δυνατή νιότη του της φαινότανε ακατανίκητη (Theotokas) |
- τους συνεπαίρνει ... μια ακατανίκητη ψυχική δίψα για την ολοένα μεγαλύτερη συγκέντρωση των κεφαλαίων (id.) |
- ακατανίκητη είναι η δύναμη της συνήθειας (Chatzinis) |
- κλήρος του αδυσώπητος κι ~ είναι η εσωτερική μοναξιά (Thrylos) |
- ήταν συζητητής ασύγκριτος, ~ (Papanoutsos) |
- η ακατανίκητη νωθρότητα της πολιτικής ηγεσίας (Christidis) |
- poem ω Iστορία· |
- κομμάτι μόνο της γιγάντιας μελωδίας |
- που βουίζει μες στα βάθη των φλεβών μου, |
- ~ ρυθμός και ωκεανός (Sikel) |
- μιας αγάπης με ακατέλυτο ρυθμό, ακατανίκητης σαν τη μουσική και παντοτινής (Seferis)
[fr PatrG ἀκατανίκητος (4th c. AD)]
- ① unconquerable, unbeatable, invincible (syn ακατάβλητος, ακαταμάχητος 1, ανίκητος):