Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακατανίκητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακατανίκητα [akatanícita] adv
  • irresistibly, mightily (syn in ακαταμάχητα):
    • το νερό σπρώχνεται ~ στη θάλασσα |
    • ο άνθρωπος ρέπει ~ στη διανοητική άσκηση |
    • μας τραβούν ~ τα σύγχρονα |
    • το αρχαίο δράμα τον είχε τραβήξει ~ |
    • καθένας τείνει ~ να ταυτίζη το δικό του σώμα προς το πρόσωπό του |
    • άθελα, ανήξερα, ~ την αγάπησε, γιατί έπρεπε να την αγαπήση (Psichari) |
    • ένα αστέρι κόκκινο ... την εμαγνήτιζε και την εμαγγάνευε ~ (Kanellis) |
    • σ' όλα ... ένα δεσπόζει ~ |
    • η παρουσία του βιομηχανικού πολιτισμού (Terzakis) |
    • μου θύμισε ~ ένα νηπιακό παιχνίδι μου (id.) |
    • ξένος, αλλά με μόνον ενθαρρυντικό σύνδεσμο την έλξη που με τράβηξε ~ να προσεγγίσω απευθείας, μαθαίνοντας την ισπανική γλώσσα (Papatsonis)

[der of ακατανίκητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες