Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακαταμέτρητος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακαταμέτρητος -η -ο [akatamétritos] Ε5 : 1.για κτ. που δεν το έχουν (ακόμη) καταμετρήσει, που δεν είναι καταμετρημένο: Tα ψηφοδέλτια δύο εκλογικών τμημάτων είναι ακαταμέτρητα. Aκαταμέτρητες εκτάσεις. 2. (κυρ. λογοτ.) που δεν μπορεί να τον μετρήσει, να τον υπολογίσει κανένας, επειδή είναι άπειρος σε αριθμό ή απεριόριστος σε έκταση ή σε ένταση: Tο πλήθος των άστρων είναι ακαταμέτρητο. Tα ακαταμέτρητα βάθη των ωκεανών. H ακαταμέτρητη δύναμη της ζωής. ακαταμέτρητα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀκαταμέτρητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακαταμέτρητος, -η, -ο [akatamétritos]
  • unmeasured, uncounted or not susceptible to counting, countless, incalculable, immense, huge, vast (syn που δεν μετριέται, αμέτρητος, αναρίθμητος, άπειρος, απέραντος, ant μετρημένος, περιορισμένος στον αριθμό or σε έκταση):
    • πλήθος ακαταμέτρητο σαν την άμμο (της θάλασσας) |
    • ακαταμέτρητα ψηφοδέλτια uncounted ballots |
    • ακαταμέτρητα πλούτη incalculable wealth |
    • ακαταμέτρητη παραγωγή αγαθών |
    • ακαταμέτρητες δυνάμεις |
    • ακαταμέτρητη ένταση, ακαταμέτρητη επιρροή |
    • ακαταμέτρητα βάθη οριζόντων |
    • το ακαταμέτρητο σύνολο, e.g. ο κόσμος ... είναι ένα ακαταμέτρητο και ανεξήγητο σύνολο από αντικείμενα (Karantonis) |
    • το ακαταμέτρητο σύμπαν |
    • ο Eιρηνικός ο ~! |
    • τα ακαταμέτρητα προάστεια |
    • ένα ακαταμέτρητο υλικό ... αξιών |
    • μοχτώντας, ψάχνοντας ακαταμέτρητους αιώνες (Kazanz) |
    • πάνω σ' αυτά συζητήθηκε η ακαταμέτρητη ποικιλία στις μορφές της ζωής (Myriv) |
    • η ακαταμέτρητη πληθωρικότητα και ποικιλία της παραγωγής (της Aμερικής) (Karantonis) |
    • προσπαθεί με ακαταμέτρητο μόχθο ν' ανασηκωθή από τη φοβερή μοναξιά (Panagiotop) |
    • πολλή Aσία, o ~ ινδικός χώρος (id.) |
    • η ανθρώπινη κτηνωδία είναι ακαταμέτρητη (id.) |
    • το αντίκρυσμα τούτο έχει μια ακαταμέτρητη αξία για τη φιλοσοφική εξέλιξη |
    • poem από αίμα ένα λουτρό σου αθανατίζει |
    • την ακαταμέτρητη ωραιότη (Palam) |
    • ... ποια δύναμη, ποιος ξέρει |
    • μετράει τ' ακαταμέτρητα και πλάθει τα τρανά; (id.) |
    • και που ποτέ δε θα γυρίση, δε θα 'ρθη |
    • σ' ακαταμέτρητους βυθούς μέσα θαμμένο (sc το καράβι) (Malakasis) |
    • ω δάκρυ, στάζε στο έρεβος του ακαταμέτρητου εγκρεμού (id.)

[fr K ἀκαταμέτρητος, cpd w *καταμετρητός, whence K der καταμετρητ-ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες