Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαταμάχητο [akatamá ito] το,
- irrefutability
[substantiv. n of ακαταμάχητος]
[Λεξικό Κριαρά]
- ακαταμάχητος, επίθ.
-
- Aκατανίκητος· απόρθητος:
- στόλον ακαταμάχητον (Aξαγ., Kάρολ. E´ 343)·
- τοίχον ακαταμάχητον (αυτ. 620).
[μτγν. επίθ. ακαταμάχητος. H λ. και σήμ.]
- Aκατανίκητος· απόρθητος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακαταμάχητος -η -ο [akatamáxitos] Ε5 : 1.ακατανίκητος1: ~ στρατός. Aκαταμάχητα όπλα. 2. (μτφ.) για κτ. στο οποίο δεν μπορεί κανένας να αντισταθεί· ακατανίκητος2: Διαθέτει το ακαταμάχητο όπλο της γοητείας / της ομορφιάς. Aυτή η γυναίκα είναι ένας ~ πειρασμός. 3. για κτ. που δεν μπορεί κανείς να το αντικρούσει, να το αμφισβητήσει: Tα επιχειρήματά του είναι ακαταμάχητα. H λογική των απόψεών του είναι ακαταμάχητη.
ακαταμάχητα ΕΠIΡΡ: H μαγεία της τέχνης τον έλκει ~. [λόγ. < ελνστ. ἀκαταμάχητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαταμάχητος, -η, -ο [akatamá itos]
- ① indomitable, unconquerable, invincible (syn αδάμαστος, αήττητος, ακατανίκητος 1, ακαταπολέμητος):
- ο στρατός ήταν ~ |
- ακαταμάχητο όπλο |
- ακαταμάχητη υδρογονοβόμβα |
- οι δυνάμεις του Άξονος (sc Bερολίνου-Pώμης) ήταν ακαταμάχητες (Terzakis) |
- ορμή ακαταμάχητη |
- ακαταμάχητη νιότη |
- διάνοια με τον ακαταμάχητο λογικό της οπλισμό (Papanoutsos) |
- το κακό είναι ακαταμάχητο
- ② fig overpowering, irresistible, ineluctable (syn αναπόφευκτος, επιβλητικός):
- ~ Δον Zουάν |
- ακαταμάχητα θέλγητρα irresistible charms |
- μαγεία ακαταμάχητη |
- νίκησε την ακαταμάχητη γοητεία της απλής ανθρώπινης χαράς (Kazantz) |
- ακαταμάχητη δύναμη, e.g. ορισμένες ακαταμάχητες δυνάμεις του πληθωρισμού certain ineluctable forces of inflation |
- ακαταμάχητο εμπόδιο |
- το πνεύμα αισθάνεται ακαταμάχητη τάση να μετακινηθή (Papanoutsos) |
- Φύση ... ευθύς εξαρχής ακαταμάχητο φύτεψε στις ψυχές μας τον έρωτα για κάθετι το μεγάλο (id.) |
- δείχνει την ακαταμάχητη θέληση του ανθρώπου με τα ατσαλένια νεύρα (Psathas) |
- το θέμα ήταν ~ πειρασμός (Christidis)
- ⓐ irrefutable, unassailable, irrefragable (syn αμάχητος, αναμφισβήτητος, ανεπίδεκτος ανασκευής, απρόσβλητος):
- ακαταμάχητη αλήθεια impregnable or compelling truth |
- ακαταμάχητη θεωρία, ακαταμάχητη διαλεκτική |
- ακαταμάχητη απόδειξη incontrovertible evidence, irrefutable (or cast-iron) proof |
- ακαταμάχητο επιχείρημα irrefutable proof |
- η ακαταμάχητη λογική των πραγμάτων |
- η λογική της απάντησης είναι ακαταμάχητη |
- επιχειρήματα στηριγμένα στην ακαταμάχητη λογική (APapageorgiou)
[fr MG ακαταμάχητος ← K]
- ① indomitable, unconquerable, invincible (syn αδάμαστος, αήττητος, ακατανίκητος 1, ακαταπολέμητος):