Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακαταμάχητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακαταμάχητα [akatamá ita] adv
  • irresistibly, invincibly, irrefutably, compellingly (syn ακαταγώνιστα, ακατανίκητα):
    • αυτό το κάλεσμα της αβύσσου ... σε τραβά ~ προς το βάραθρο (Myriv) |
    • (η ίδια ανάγκη) |
    • μ' άρπαξε πάλι ... απροειδοποίητα και ~ (Theotokas) |
    • δεν έλκεται ~ απ' αυτό (Papanoutsos) |
    • poem τα λόγια σου ...|... μιλούν |
    • και με τρελαίνουνε, με μεθούν, με φέρνουν πιο σιμά του (sc του θανάτου), |
    • ενώ πιο ~ στην ύπαρξη καλούν (Polydouri)

[der of ακαταμάχητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες