Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακαταλόγιστος -η -ο [akatalójistos] Ε5 : α.για άτομο που, λόγω ηλικίας ή ψυχικής ή διανοητικής ανωμαλίας, δε θεωρείται υπεύθυνο για τις πράξεις του: Ένας δολοφόνος, αποδεδειγμένα ψυχοπαθής, είναι ~. β. ως χαρακτηρισμός ανθρώπου που ενεργεί πολύ επιπόλαια και απερίσκεπτα: Aυτός είναι τελείως ~, μη δίνεις σημασία σε αυτά που λέει και που κάνει. γ. για κτ. που ταιριάζει σε άνθρωπο ακαταλόγιστο: H συμπεριφορά του είναι ακαταλόγιστη. || (ως ουσ., νομ.) το ακαταλόγιστο, η έλλειψη ικανότητας για καταλογισμό: Στους διανοητικά αναπήρους δεν καταλογίζεται ποινική ευθύνη, γιατί έχουν το ακαταλόγιστο. Tο ακαταλόγιστο του κατηγορουμένου βεβαιώθηκε ιατρικά.
ακαταλόγιστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 καταλογισ- (καταλογίζω) -τος μτφρδ. γαλλ. irresponsable, (ουσ.) non imputabilité, irresponsabilité]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαταλόγιστος1, -η, -ο [akatalóyistos]
- ① law lacking responsibility for one's actions owing to mental incompetence, not responsible, incompetent and irresponsible (ant καταλογίσιμος):
- ο κατηγορούμενος απεδείχθη ~ |
- ο τρελός είναι και ~ |
- είναι ~ λόγω διανοητικής αναπηρίας του γήρατος |
- ένας κακοποιός ~ που ασυζήτητα ενεργούσε από καθαρή ψυχοπάθεια (Christidis EΣ) |
- το δίκιο ήταν με το μέρος των λογικά ακαταλογίστων (id.)
- ② irrational, irresponsible, foolish (syn ανισόρροπος, παράλογος, τρελός):
- δε λογικεύεσαι, είσαι ~ |
- είναι ακαταλόγιστο παιδί, δεν ακούει από συμβουλές και κάνει του κεφαλιού του |
- (η κυβέρνηση) δεν ήταν κατά τεκμήριο ακαταλόγιστη (Christidis)
- ⓐ irrational, irresponsible, of feelings, actions, acts, institutions:
- ακαταλόγιστη ερωτική ζήλεια |
- μια σπατάλη ακαταλόγιστη |
- ακαταλόγιστες αντιδράσεις προς πρόσωπα και πράγματα |
- (η ψυχή) σπρώχνει τον άνθρωπο πέρα από τη λογική στο σφοδρό ακαταλόγιστο πάθος (Kazantz) |
- ακαταλόγιστη προσπάθεια των σχολαστικών να γυρίσουν τη ζωή και την έκφραση στ' αρχαία καλούπια (Melas) |
- με κατέχει η ακαταλόγιστη λαχτάρα να τα σπάσω τα καλούπια ... να βρω και μια γλώσσα καινούργια (Panagiotop) |
- η ακαταλόγιστη όσο και αδέξια πολιτική |
- (η νέα γλώσσα) δεν είναι μια γλώσσα πρωτόγονη, αδέσποτη και ακαταλόγιστη, όπου μπορεί ο καθένας να κάνη μαζί της ό,τι του σφυρίξη (Theotokas)
[cpd w. *καταλογιστός: καταλογίζω 'reckon, account', cpd w. λογίζω]
- ① law lacking responsibility for one's actions owing to mental incompetence, not responsible, incompetent and irresponsible (ant καταλογίσιμος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαταλόγιστος2, -η, -ο [akatalóyistos]
- not recorded in a catalog, uncataloged:
- ακαταλόγιστα χειρόγραφα της βιβλιοθήκης της μονής
[neol, cpd w. καταλογίζω 'record in a catalog', der of κατάλογος]
- not recorded in a catalog, uncataloged: