Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακαταλόγιστο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Γεωργακά]
ακαταλόγιστο [akatalóyisto] το, (& L ακαταλόγιστον) law
  • lack of responsibility owing to reduced intellectual capacity, irrationality, irresponsibility:
    • το ~ του κατηγορουμένου εβεβαιώθη από την ιατρική εξέταση |
    • το ~ αποκλείει την επιβολή ποινής |
    • μην τον ξεσυνερίζεσαι, έχει το ~ |
    • εξαιρούμε την περίπτωση του ακαταλόγιστου, όπου αίρεται κάτι περισσότερο από την ευθύνη |
    • αίρεται το νόημα του γεγονότος (Terzakis) |
    • (η πρωτοτυπία του έργου) έχει το χαρακτήρα του ακαταλόγιστου ή του παραληρήματος (id.) |
    • η αντίθεση ... μεταξύ ανωτέρων ηγετών και κατευθυνομένων φθάνει συχνά στο ~ (PSolomos)

[substantiv. n of ακαταλόγιστος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακαταλόγιστος -η -ο [akatalójistos] Ε5 : α.για άτομο που, λόγω ηλικίας ή ψυχικής ή διανοητικής ανωμαλίας, δε θεωρείται υπεύθυνο για τις πράξεις του: Ένας δολοφόνος, αποδεδειγμένα ψυχοπαθής, είναι ~. β. ως χαρακτηρισμός ανθρώπου που ενεργεί πολύ επιπόλαια και απερίσκεπτα: Aυτός είναι τελείως ~, μη δίνεις σημασία σε αυτά που λέει και που κάνει. γ. για κτ. που ταιριάζει σε άνθρωπο ακαταλόγιστο: H συμπεριφορά του είναι ακαταλόγιστη. || (ως ουσ., νομ.) το ακαταλόγιστο, η έλλειψη ικανότητας για καταλογισμό: Στους διανοητικά αναπήρους δεν καταλογίζεται ποινική ευθύνη, γιατί έχουν το ακαταλόγιστο. Tο ακαταλόγιστο του κατηγορουμένου βεβαιώθηκε ιατρικά. ακαταλόγιστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. α- 1 καταλογισ- (καταλογίζω) -τος μτφρδ. γαλλ. irresponsable, (ουσ.) non imputabilité, irresponsabilité]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακαταλόγιστος1, -η, -ο [akatalóyistos]
  • ① law lacking responsibility for one's actions owing to mental incompetence, not responsible, incompetent and irresponsible (ant καταλογίσιμος):
    • ο κατηγορούμενος απεδείχθη ~ |
    • ο τρελός είναι και ~ |
    • είναι ~ λόγω διανοητικής αναπηρίας του γήρατος |
    • ένας κακοποιός ~ που ασυζήτητα ενεργούσε από καθαρή ψυχοπάθεια (Christidis EΣ) |
    • το δίκιο ήταν με το μέρος των λογικά ακαταλογίστων (id.)
  • ② irrational, irresponsible, foolish (syn ανισόρροπος, παράλογος, τρελός):
    • δε λογικεύεσαι, είσαι ~ |
    • είναι ακαταλόγιστο παιδί, δεν ακούει από συμβουλές και κάνει του κεφαλιού του |
    • (η κυβέρνηση) δεν ήταν κατά τεκμήριο ακαταλόγιστη (Christidis)
  • ⓐ irrational, irresponsible, of feelings, actions, acts, institutions:
    • ακαταλόγιστη ερωτική ζήλεια |
    • μια σπατάλη ακαταλόγιστη |
    • ακαταλόγιστες αντιδράσεις προς πρόσωπα και πράγματα |
    • (η ψυχή) σπρώχνει τον άνθρωπο πέρα από τη λογική στο σφοδρό ακαταλόγιστο πάθος (Kazantz) |
    • ακαταλόγιστη προσπάθεια των σχολαστικών να γυρίσουν τη ζωή και την έκφραση στ' αρχαία καλούπια (Melas) |
    • με κατέχει η ακαταλόγιστη λαχτάρα να τα σπάσω τα καλούπια ... να βρω και μια γλώσσα καινούργια (Panagiotop) |
    • η ακαταλόγιστη όσο και αδέξια πολιτική |
    • (η νέα γλώσσα) δεν είναι μια γλώσσα πρωτόγονη, αδέσποτη και ακαταλόγιστη, όπου μπορεί ο καθένας να κάνη μαζί της ό,τι του σφυρίξη (Theotokas)

[cpd w. *καταλογιστός: καταλογίζω 'reckon, account', cpd w. λογίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακαταλόγιστος2, -η, -ο [akatalóyistos]
  • not recorded in a catalog, uncataloged:
    • ακαταλόγιστα χειρόγραφα της βιβλιοθήκης της μονής

[neol, cpd w. καταλογίζω 'record in a catalog', der of κατάλογος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες