Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακαταλαβίστικος -η -ο [akatalavístikos] Ε5 : (οικ.) που δεν μπορεί κανείς να τον καταλάβει, που δεν είναι κατανοητός, επειδή είναι δυσνόητος ή επειδή είναι ασυνάρτητος, παράλογος ή ασαφής· ακατανόητος: H μοντέρνα τέχνη θεωρείται από πολλούς ακαταλαβίστικη. Έλεγε κάτι ακαταλαβίστικα πράγματα.
ακαταλαβίστικα ΕΠIΡΡ: Mιλάει ~. [α- 1 καταλαβ- (καταλαβαίνω) -ίστικος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαταλαβίστικος, -η, -ο [akatalavístikos]
- unintelligible, incomprehensible (syn ακατανόητος):
- μιλάει γλώσσα ακαταλαβίστικη |
- λες ακαταλαβίστικα λόγια |
- ακαταλαβίστικο θεατρικό έργο |
- παράξενα, ακαταλαβίστικα πράματα |
- (ο OTE) γράφει στους τηλεφωνικούς θαλάμους του ακαταλαβίστικες οδηγίες (Loukatos) |
- έζησε την περιπέτεια του ακαταλαβίστικου πρωτοπόρου (Melas) |
- (είχε) γνώμη πάνω στη μοντέρνα, την αφηρημένη κι ακαταλαβίστικη (τέχνη) (Moatsou-V) |
- η κουβέντα του άξαφνα για τον έρωτα ... λίγο ακαταλαβίστικη ... μας έκανε όλους να περιμένουμε (RApostolidis)
[der of dial ακαταλάβιστος (Laconia), cpd w. καταλαβίζω, der of κατάλαβα ← κατέλαβον; cf also ακατάλαβος: ακαταλαβίστικα γράμματα, λόγια, φαφλατίσματα]
- unintelligible, incomprehensible (syn ακατανόητος):