Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαταλαβίστικα [akatalavístika] adv
- in an unintelligible manner, incomprehensibly (syn αλαμπουρνέζικα):
- μιλώ or εκφράζομαι ~
[der of ακαταλαβίστικος]
- in an unintelligible manner, incomprehensibly (syn αλαμπουρνέζικα):