Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακαταδεξία η [akataδeksía] Ο25 : η ιδιότητα του ακατάδεκτου. ANT καταδεκτικότητα.
[λόγ. επίδρ. στο ακαταδεξιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακαταδεξιά η [akataδeksxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) ακαταδεξία.
[α- 1 καταδεξ- (καταδέχομαι) -ιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαταδεξιά [akata∂eksjá] η, (& ακαταδεξία)
- disdain, contempt, haughtiness, snobbishness (syn αλαζονεία, περιφρόνηση, υπεροψία, ant καταδεκτικότητα, καταδεξιά):
- ~, ή δυστροπία |
- έχθρητα ή ~ |
- ξυπασιά και ~ |
- με ~, με ανησυχία ... αποφάσισα να δώσω την παραίτησή μου από τη θέση μου (Palam) |
- η ~ ίσια ίσια είναι κάποτες το μόνο μέσο να μορφώσει κανείς λογοτεχνία και δημόσιο (Psichari) |
- ο πολιτευόμενος το πήρε για ακαταδεξία (Theotokas) |
- υπάρχει μέσα του μια αρχοντική ~ (Panagiotop) |
- κάπνιζαν ... και κοίταζαν μ' ακαταδεξία την κίνηση (Ouranis) |
- ο τρόπος που σούρωνε τα χείλια του έδειχνε ~ (KPolitis)
[der of ακατάδεκτος (s. ακατάδεχτος): καταδέχομαι]
- disdain, contempt, haughtiness, snobbishness (syn αλαζονεία, περιφρόνηση, υπεροψία, ant καταδεκτικότητα, καταδεξιά):