Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακαταδίωκτο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
ακαταδίωκτο [akata∂íokto] το, (L)
  • refraining fr prosecuting:
    • αυτό έλειψε, να εισηγηθούμε το ~ (Palaiologos)

[substantiv. n of ακαταδίωκτος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακαταδίωκτος -η -ο [akataδíoktos] Ε5 : 1.που δεν μπόρεσαν ή που δε θέλησαν να τον καταδιώξουν: Ο εχθρός κατόρθωσε να υποχωρήσει ~. Tους άφησαν ακαταδίωκτους. 2. (νομ.) α. που έχει διαφύγει την ποινική δίωξη: Kαταχραστής που παραμένει ~. β. που δεν υπόκειται σε ποινική δίωξη: Aδίκημα νομικά ακαταδίωκτο. || (ως ουσ.) το ακαταδίωκτο, η ιδιότητα του ακαταδίωκτου.

[λόγ. α- 1 καταδιωκ- (καταδιώκω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακαταδίωκτος, -η, -ο [akata∂íoktos] (& ακαταδίωχτος)
  • ① not pursued, unpursued:
    • οι προφυλακές υποχώρησαν ακαταδίωκτες |
    • κι αν ακόμα τους άφινε ο Oκτάβιος ακαταδίωκτους, η καταστροφή τους θα επήρχετο αφ' εαυτής (Roussos)
  • ② law unprosecuted or unprosecutable (syn αδίωκτος):
    • είναι αδίκημα νομικώς ακαταδίωκτο |
    • οι εγκληματίες δεν αφίνονται ακαταδίωκτοι |
    • πολλοί καταχραστές του δημοσίου χρήματος μένουν ακαταδίωκτοι

[cpd w. καταδιωκτός (cf der καταδιωκτ-ικός): καταδιώκω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες