Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακαταγώνιστος, επίθ.
-
- Aκατανίκητος:
- στρατός ακαταγώνιστος (Δούκ. 9513).
[μτγν. επίθ. ακαταγώνιστος]
- Aκατανίκητος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακαταγώνιστος -η -ο [akataγónistos] Ε5 : 1.(για πρόσ.) που δεν μπορεί κανένας να τον νικήσει ή, γενικότερα, να τον ξεπεράσει σε ικανότητα, σε αξία κτλ.· ακατανίκητος: ~ αντίπαλος. 2. (για αφηρ. ουσ.) που δεν μπορεί κανείς να του αντισταθεί· ακαταμάχητος: H γοητεία της είναι ακαταγώνιστη.
ακαταγώνιστα ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1: ελνστ. ἀκαταγώνιστος· 2: σημδ. γαλλ. irrésistible]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαταγώνιστος, -η, -ο [akataγónistos]
- ① indomitable, invincible, irresistible (syn in ακατάβλητος 1):
- ~ μαχητής, ~κατακτητής |
- ακαταγώνιστη δύναμη |
- το όπλο του αυτό, ακαταγώνιστο με την ακατάσχετην ορμή του (Palam) |
- αισθάνθηκε μια έλξη ακαταγώνιστη προς την κοπέλα |
- η σεξουαλική ορμή έχει την ακαταγώνιστη δύναμη των φυσικών στοιχείων (Papanoutsos) |
- οι πρωτόγονοι ... πιστεύουν ότι οι λέξεις ... είναι προικισμένες με αινιγματική και ακαταγώνιστη μαγική δύναμη (id.) |
- ακαταγώνιστη γοητεία |
- ακαταγώνιστα θέλγητρα |
- δεν πρόκειται να ξελευτερωθώ από τα ακαταγώνιστα φίλτρα της (Myriv) |
- θεωρούσε τη δική του παιδεία ακαταγώνιστη (Panagiotop) |
- poem και πολιτείες τρανές θα στήσουνε |
- ...| αντρειωμένοι, ακαταγώνιστοι |
- και διαλεχτοί τεχνίτες (Skipis) |
- κατόρθωμά σου ο ~ σκοπός (Xydis)
- ② irrefutable, irresistible (syn ακαταμάχητος):
- ακαταγώνιστα επιχειρήματα irrefutable arguments |
- ακαταγώνιστη διαλεκτική irresistible dialectic |
- ακαταγώνιστη επιχειρηματολογία irresistible argumentation
[fr K ἀκαταγώνιστος, cpd w. *καταγωνιστός: καταγωνίζομαι; cf ευ-* δυσ-καταγώνιστος]
- ① indomitable, invincible, irresistible (syn in ακατάβλητος 1):