Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακατάσχετος, επίθ.
-
- Που δεν μπορεί κανείς να τον σταματήσει, ασυγκράτητος:
- ω τρικυμίας ακατασχέτου! (Kαναν. 356).
[μτγν. επίθ. ακατάσχετος. H λ. και σήμ.]
- Που δεν μπορεί κανείς να τον σταματήσει, ασυγκράτητος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακατάσχετος 1 -η -ο [akatásxetos] Ε5 : για κτ. που δεν μπορεί κανείς να το σταματήσει, να το συγκρατήσει. 1α. για φαινόμενα που έχουν σχέση με τη λειτουργία του σώματος: Πέθανε από ακατάσχετη αιμορραγία. ~ βήχας / εμετός. Aκατάσχετη διάρροια. β. για εκδηλώσεις του ψυχικού κόσμου του ανθρώπου: Έχει ακατάσχετη φλυαρία. Tον έπιασαν ακατάσχετα γέλια. Aκατάσχετη ορμή για δράση. 2. (παρωχ.) ορμητικός, ακάθεκτος: Ο στρατός προελαύνει ~.
ακατάσχετα ΕΠIΡΡ: Tο αίμα έτρεχε ~. Φλυαρούσε ~. [λόγ. < ελνστ. ἀκατάσχετος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακατάσχετος 2 -η -ο : α.(νομ.) για περιουσιακό στοιχείο ή για χρηματική απαίτηση που δεν υπόκειται σε κατάσχεση: Tα προσωπικά είδη του οφειλέτη είναι ακατάσχετα. || (ως ουσ.) το ακατάσχετο, η ιδιότητα του ακατάσχετου: Tο ακατάσχετο του μισθού. β. για κτ. που δεν το έχουν κατασχέσει: Tου τα πήρε όλα η εφορία, μόνο το αυτοκίνητο έμεινε ακατάσχετο.
[λόγ. α- 1 κατασχε- (κατάσχω) -τος μτφρδ. γαλλ. insaisissable]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακατάσχετος1, -η, -ο [akatás]
- unrestrained, uncheckable, impetuous (syn ακάθεκτος, ακράτητος, ορμητικός, ασυγκράτητος):
- ακατάσχετο ποτάμι |
- ακατάσχετη έφοδος |
- ακατάσχετη ορμή, φόρα |
- φυγή, ακατάσχετη διαρροή των σεισμοπλήκτων |
- ακατάσχετοι εμετοί |
- ακατάσχετη αιμορραγία violent flow of blood |
- μετανάστευση, η ακατάσχετη εθνική αιμορραγία |
- ακατάσχετη αύξηση του πληθυσμού |
- τα δάκρυά του έτρεχαν ακατάσχετα |
- ακατάσχετη ομιλητικότητα or λογοδιάρροια or φλυαρία |
- ~ ρητορικός χείμαρρος |
- το ακατάσχετο κακό the unruly evil (i.e. the tongue) |
- ακατάσχετο πάθος |
- ακατάσχετο κέφι |
- ~ ερωτισμός |
- όρμησε ~ προς τον μπουφέ |
- ήταν ένας ασταμάτητος και σαν ~ λαϊκός όγκος ... ένας ποταμός από κεφάλια (Theotokas) |
- ~ ρομαντισμός |
- η ρομαντική λογοκοπία σ' αυτούς γίνεται ~ καταρράχτης (Melas) |
- η μεραρχία ... προελαύνει ακατάσχετη προς την (πόλη) (Terzakis) |
- o ~ διεθνισμός της μόδας |
- ακατάσχετη λογοτεχνική παραγωγή |
- μυριάδες στίχοι βγαίνουν απ' το εργαστήρι του, ακατάσχετοι σε φρενιασμένο καλπασμό (Melas)
[fr MG ακατάσχετος ← Κ, cpd w. *κατασχετός (cf AG, K κατάσχετος)]
- unrestrained, uncheckable, impetuous (syn ακάθεκτος, ακράτητος, ορμητικός, ασυγκράτητος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακατάσχετος2, -η, -ο [akatás]
- unseized, not confiscated (ant κατασχεμένος, δημευμένος) or (legally) not subject to confiscation, unconfiscable, not attachable (ant κατασχέσιμος, δημεύσιμος):
- ο μισθός είναι ~ |
- ακατάσχετα εμπορεύματα, ακατάσχετη ιδιοκτησία |
- μόνο το σπίτι μας έμεινε ακατάσχετο |
- τα ιερά αντικείμενα είναι ακατάσχετα |
- οι ακατάσχετες απαιτήσεις είναι ανεκχώρητες (Christidis AK) |
- δε χωρεί συμψηφισμός με απαίτηση ακατάσχετη (id.) |
- το τίμημα θα είναι ακατάσχετο (id.)
[neol, cpd w. κατάσχω 'confiscate' (cf also κατασχέτω), new pr of AG κατίσχω 'hold back; occupy'; cf K κατασχετέος]
- unseized, not confiscated (ant κατασχεμένος, δημευμένος) or (legally) not subject to confiscation, unconfiscable, not attachable (ant κατασχέσιμος, δημεύσιμος):