Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακατάσχετα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακατάσχετα [akatás] adv
  • in an unchecked way, irrepressibly, impetuously, uncontrolably, constantly (syn ασυγκράτητα, ακάθεκτα):
    • φλυαρώ ~ |
    • γελούν και χαχανίζουν ~, χωρίς να γελούν τα μάτια τους (Myriv) |
    • μια ωραία μπαξάνα στην είσοδο ... έρριχνε ~ νέα κλωνάρια (id.) |
    • δεν είναι νοητό ... να αλλάζη ο κόσμος ~ και από την άλλη να μένη στάσιμος αιωνίως (Theotokas) |
    • (η νεότητα) άλλοτε συμπυκνώνεται επικίνδυνα ... και άλλοτε ξεχειλάει ~ με την ορμή του χειμάρρου (Papanoutsos) |
    • προκαλεί την έκπληξη του κόσμου ... ο ~ πομπώδης τόνος (της γαμήλιας τελετής) με τις παρελάσεις κλ (Psathas) |
    • η ανάπτυξη, η ~ προοδευτική της τεχνικής συμβαίνει με κάποιο ρυθμό αυτοματισμού (Despotop)

[der of ακατάσχετος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες