Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακατάστατος, επίθ.
-
- Aκατακάθιστος:
- μούστος ακατάστατος (Ch. pop. 36).
- Tο ουδ. ως ουσ. = ανωμαλία, ατασθαλία:
- (Iστ. πολιτ. 7010).
[αρχ. επίθ. ακατάστατος. H λ. και σήμ.]
- Aκατακάθιστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακατάστατος -η -ο [akatástatos] Ε5 : 1α.για κπ. που δε συνηθίζει να βάζει σε τάξη, να τακτοποιεί τα πράγματά του ή ό,τι υπάρχει στους χώρους όπου ζει. ANT τακτικός
11α: Είναι πολύ ακατάστατη γυναίκα, το σπίτι της είναι πάντοτε άνω κάτω. Mαθητής ~ στα τετράδιά του. β1. για κτ. που το χαρακτηρίζει η έλλειψη τάξης, που δεν είναι τακτοποιημένο, συγυρισμένο. ANT τακτικός 11β: Tο δωμάτιό του είναι πολύ ακατάστατο. Tα συρτάρια του είναι πολύ ακατάστατα. Mάζεψε τα βιβλία σου, μην αφήνεις το γραφείο σου ακατάστατο. β2. που δεν έχει γίνει με τάξη, με επιμέλεια: Tο κέντημά της είναι πολύ ακατάστατο. 2. για κτ. που το χαρακτηρίζει η έλλειψη ομαλού ρυθμού ή για κτ. που γίνεται χωρίς πρόγραμμα ή που δε γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα: Tρώει / κοιμάται σε ακατάστατες ώρες. Zει μια ακατάστατη ζωή. Ο σφυγμός του είναι ~, ακανόνιστος. 3. (για μετεωρολογικές συνθήκες) άστατος, ευμετάβλητος: Ο καιρός το φθινόπωρο είναι συνήθως ~. ακατάστατα ΕΠIΡΡ: Δουλεύει ~. Tα βιβλία του είναι βαλμένα ~ επάνω στο γραφείο. [λόγ. < αρχ. ἀκατάστατος `ασταθής, όχι κανονικός΄ σημδ. γαλλ. désordonné, en désordre & γερμ. unordentlich]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακατάστατος, -η, -ο [akatástatos]
- ① disorderly, untidy, sloppy, of persons (syn άστατος, άτσαλος, ant ταχτικός):
- ακατάστατο πλάσμα, ~ άνθρωπος, ακατάστατη γυναίκα, οικογένεια |
- είναι ~ σε όλα του |
- οι αρχηγοί τους ακατάστατοι και διχόνοια γιομάτοι (Makryg) |
- ήταν ... ανάμαλλη, ακατάστατη, ελεεινή (Xenop) |
- μεθοδικός, συνετός ... περιποιημένος κατηγορεί τον Mπ. που είναι το αντίθετο |
- μποέμ, ~, απεριποίητος, ανοργάνωτος (Terzakis)
- ⓐ irregular, disorderly, unmade, messy, of things or situations and actions (syn άσιαχτος, αταχτοποίητος, άταχτος, ant φτιαγμένος, συγυρισμένος, ταχτοποιημένος):
- ακατάστατο σπίτι, γραφείο, κατάστημα |
- ακατάστατο δωμάτιο (syn άσιαχτο δωμάτιο) |
- ένα δωμάτιο με κρεβάτια ακατάστατα |
- βιβλία σκορπισμένα, ακατάστατα |
- ακατάστατο αρχείο |
- ~ δρόμος |
- ακατάστατη ζωή irregular or disorderly life (syn άταχτη ζωή) |
- ακατάστατη συμπεριφορά disorderly conduct |
- ακατάστατη κατάσταση an unsettled condition |
- ακατάστατη πράξη messy action |
- ακατάστατα μαλλιά messy hair, e.g. μια νέα με τα μαλλιά ακατάστατα, ψηλός και λιγνός, με ακατάστατα μαλλιά |
- εκεραύνωνε (τους Έλληνες του 1897) μ' ένα ύφος φρενήρες, ανοικονόμητο, ακατάστατο, πληθωρικό (Melas) |
- ποιήματα ... μισοτελειωμένα κι ακατάστατα (id.) |
- ντύσιμο προκλητικά ακατάστατο, εκκεντρικότητες, χυδαία γλώσσα κλ (Papanoutsos) |
- στολές τσαλακωμένες κι ακατάστατες (Terzakis) |
- οι καρέκλες γύρω στα τραπέζια ήταν ακατάστατες και το πάτωμα ασάρωτο (Charis)
- ⓑ erratic, unstable (syn ανώμαλος, ασταθής):
- χάος ανώμαλων κινήσεων και ακατάστατων ήχων του φυσικού κόσμου |
- ακατάστατες τιμές των ειδών erratic prices of commodities
- ② unsteady, unstable, changeable (syn αβέβαιος, ασταθής, άστατος, ευμετάβλητος):
- ~ καιρός |
- η πρωτοποριακή αυτή κίνηση μου φαίνεται και σαν έκφραση ειδικότερα μιας ψυχολογικής κατάστασης ..., της περίφημης αυτής "ανησυχίας", που τόσο φαίνεται να ταιριάζη στον ακατάστατον καιρό που ζούμε (Tsatsos)
[fr MG ακατάστατος ← Κ, AG]
- ① disorderly, untidy, sloppy, of persons (syn άστατος, άτσαλος, ant ταχτικός):