Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακατάστατα [akatástata] adv
- in a disorderly manner, erratically:
- εργάζεται ~ he works erratically |
- η καρδιά του δουλεύει ~ και δυνατά |
- γράφουν ολωσδιόλου ~ |
- μικροπράγματα ριγμένα ~ εδώ κ' εκεί (Loukop) |
- άγγιξε το σωρό παπύρους που γέμιζαν ~ το τραπέζι (Roufos) |
- του είπα γρήγορα γρήγορα κι ~, με πιασμένη ανάσα, τα νέα (Terzakis)
[der of ακατάστατος; cf MG ακαταστάτως]
- in a disorderly manner, erratically: