Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακατάσβεστος -η -ο [akatázvestos] Ε5 : (λόγ.) για έντονο συναίσθημα που δεν καταστέλλεται· άσβεστος2, ακατασίγαστος: Aκατάσβεστο μίσος έκαιγε στην ψυχή του. Aκατάσβεστα πάθη. Aκατάσβεστοι πόθοι.
ακατάσβεστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀκατάσβεστος `που δε σβήνει (κυριολ.)΄ σημδ. γαλλ. inextin guible]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακατάσβεστος, -η, -ο [akatázvestos]
- ① unextinguished or inextinguishable, unquenched or unquenchable (syn άσβηστος):
- ακατάσβεστη πυρκαϊά |
- ακατάσβεστη δίψα
- ② irrepressible, intense (syn αδιάπτωτος, ακαταπράυντος, ασίγαστος, έντονος):
- ακατάσβεστα πάθη |
- ακατάσβεστο μίσος |
- (το επίκαιρο) είναι μια ακατάσβεστη λαιμαργία |
- όσο τρέφεται, τόσο πιο άπληστη γίνεται (Panagiotop) |
- η πείνα της ψυχής ενεδρεύει ..., είναι ακατάσβεστη, πολύμορφη, γόνιμη (id.) |
- μιλούσε ... ασταμάτητα, απαθής, αστέρευτος, ~ (Chatzinis)
[fr K, PatrG ἀκατάσβεστος, cpd w. κατασβεστός: κατασβεννύω; cf K δυσκατάσβεστος 'hard to extinguish' PatrG εὐκατάσβεστος 'easily extinguished']
- ① unextinguished or inextinguishable, unquenched or unquenchable (syn άσβηστος):